Το πρόβλημα που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας προέκυψε επ’ ευκαιρία μιας σειράς κλειστών διαγωνισμών προμηθειών του Δημοσίου, με κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή. Στους διαγωνισμούς συμμετείχε μεταξύ άλλων εταιρεία της οποίας πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν μέτοχος και μέλος της διοίκησης επιχειρήσεων που κατέχουν άδεια ραδιοσταθμού και εκδίδουν ημερήσια εφημερίδα, ενώ μέτοχοι ήταν νομικά πρόσωπα με επιχειρηματική δράση στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Κατά της συμμετοχής της εταιρείας αυτής στο διαγωνισμό και της αποσφράγισης της οικονομικής της προσφοράς προσέφυγε άλλη συμμετέχουσα στο διαγωνισμό εταιρεία, με τον ισχυρισμό ότι συνιστούν παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού, όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2328/1995, ενώ ταυτόχρονα αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 8 του Π.Δ. 394/1996 και αίρει το πρακτικό αποτέλεσμα του άρθρου 10 παρ. 1 του Π.Δ. 310/1996.
Δεδομένου ότι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καλύπτεται από τη συνταγματική αξίωση για παροχή δικαστικής προστασίας, με την ίδια μορφή όπως στην κύρια δίκη, δηλαδή ως αξίωσης για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης, η κρίση της Επιτροπής Αναστολών περί δύο εξίσου υποστηρίξιμων ερμηνευτικών εκδοχών δεν χαρακτηρίζεται μεν κατ’ ανάγκην ως αποφευκτέα, όμως ορθότερο θα ήταν ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα μάλλον την πιθανολόγηση της παράβασης παρά την απόρριψή της. Κι αυτό με το σκεπτικό ότι η ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου αποτελεί κύρια αποστολή της δικαιοδοτικής εξουσίας, η δε διατύπωση αμφιβολιών ως προς την ορθότερη ερμηνευτική εκδοχή δεν συνιστά επαρκή λόγο για την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος.