Η επαγγελία του εκσυγχρονισμού των θεσμών αποτέλεσε την κοινή συνισταμένη για τη συστηματική επεξεργασία θέσεων συνταγματικής πολιτική επί όλων των κεφαλαίων του συνταγματικού κειμένου και την υποβολή προτάσεων αναθεώρησης κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στις προτάσεις όλων των κομμάτων περιλαμβανόταν η ρητή κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους. Η πρόταση αυτή περιλήφθηκε, επίσης, τόσο στην πρόταση αναθεώρησης που υποβλήθηκε από το ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996, όσο και στην αντίστοιχη πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, ενώ υιοθετήθηκε ομόφωνα και από την Επιτροπή Αναθεώρησης της προηγούμενης, πρώτης αναθεωρητικής Βουλής.
Παρά την ομόφωνη υιοθέτηση των προτάσεων αυτών από όλα τα εκπροσωπούμενα στη Βουλή κόμματα, διατυπώθηκαν ποικίλες κριτικές παρατηρήσεις ως προς την επάρκειά τους, κυρίως υπό την έννοια ότι θα ήταν σκόπιμο αφ’ ενός να περιληφθούν ευρύτερες αναφορές στην κοινωνική πολιτική και, αφ’ ετέρου, να ενισχυθεί η κανονιστική πυκνότητα των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου. Από μια εκ διαμέτρου αντίθετη σκοπιά διατυπώθηκαν επιφυλάξεις ως προς τη συνταγματικότητα και τη σκοπιμότητα ρητής κατοχύρωσης της αρχής του κοινωνικού κράτους. Τίθενται, λοιπόν, προς διερεύνηση δύο κεντρικά ερωτήματα: Πρώτον, κατά πόσον θα ήταν συνταγματικοπολιτικά ορθός και σκόπιμος ο περαιτέρω εμπλουτισμός του συνταγματικού κειμένου με διατάξεις κοινωνικού περιεχομένου ή η ενίσχυση της κανονιστικής τους πυκνότητας. Δεύτερον, εάν ήταν σκόπιμη και σύμφωνη με το Σύνταγμα η ρητή κατοχύρωση της κοινωνικής αρχής. Εξάλλου, προτείνεται μια εναλλακτική νομοτεχνική διατύπωση της κρίσιμης διάταξης.
Η ρητή συνταγματοποίηση της αρχής του κοινωνικού κράτους, σε μια περίοδο αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας των αναδιανεμητικών πολιτικών και αναδιάρθρωσης των παραδοσιακών μορφών κοινωνικής προστασίας, εμπεριέχει μια σημαντική συμβολική και ιδεολογική διάσταση. Λαμβανομένης υπόψη της τεράστιας υλικής δύναμης που διαθέτει η ιδεολογική λειτουργία του Συντάγματος, η ρητή κατοχύρωση της αρχής όχι μόνο δεν θα ήταν ορθό να υποτιμάται, αλλά θα μπορούσε αξιοποιούμενη κατάλληλα να καλύψει αυτήν ακριβώς την έλλειψη συμβολισμού και ιδεολογικού βάθους που έχει προσαφθεί στο εν εξελίξει αναθεωρητικό εγχείρημα.
Πέρα από την ιδεολογική της λειτουργία, ωστόσο, η αρχή του κοινωνικού κράτους μπορεί να επιτελέσει μια σειρά σημαντικών νομικών λειτουργιών. Η ρητή της κατοχύρωση συμβάλλει, λοιπόν, σε δύο επιπλέον κατευθύνσεις: αφ’ ενός, στην οριστική αποσαφήνιση του προβλήματος, που επί μακρόν απασχόλησε την ελληνική συνταγματική επιστήμη, εάν είναι δυνατή η έμμεση συναγωγή της από τα κοινωνικά δικαιώματα• αφ’ ετέρου, στην εντατικότερη επεξεργασία της από τη θεωρία και τη νομολογία, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για την ανάδειξη των πολύπλευρων αλλά ιδιόμορφων κανονιστικών της συνεπειών.