Η ραγδαία ανάπτυξη της θεσμοθέτησης ανεξάρτητων αρχών και η σταδιακή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, τόσο στα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου όσο και, ευρύτερα, στα αναπτυγμένα κράτη του δυτικού κόσμου, αποτελεί ένα φαινόμενο που έτυχε αντίρροπων αξιολογήσεων, αφ’ ενός ως προς τη σκοπιμότητα της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών αλλά και, αφ’ ετέρου, ως προς τη συμβατότητά τους προς το κοινοβουλευτικό σύστημα.
Στα πλέον επίμαχα πεδία κρατικής δράσης η πολιτική τάξη αυτοβούλως τείνει να απεκδυθεί το ρόλο της, εγκαταλείποντας τον αποφασιστικό λόγο σε τεχνοκράτες, τους οποίους διστάζει ακόμη και να ελέγξει, αναθέτοντας εν τέλει τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεών τους αποκλειστικά στη δικαστική λειτουργία. Αντί οι δημόσιες πολιτικές να παράγονται από τα πολιτικά κόμματα και να υλοποιούνται από την εκτελεστική λειτουργία, υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο της πολιτικής τάξης, καταλήγουν στους κρισιμότερους τομείς να ασκούνται από τις πολιτικά ανεξάρτητες και τεχνοκρατικά στελεχωμένες ανεξάρτητες αρχές.
Ωστόσο, υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, απαλλάσσοντας την πολιτική τάξη από τη διαχείριση ευαίσθητων πεδίων άσκησης δημόσιων πολιτικών, η λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών διευκολύνει την υπέρβαση της κρίσης αξιοπιστίας των πολιτικών κομμάτων και αμβλύνει τις επιπτώσεις της κρίσης του κομματικού φαινομένου και, εν τέλει, της κρίσης της πολιτικής. Κατά συνέπεια, η θεσμοθέτηση των ανεξάρτητων αρχών μπορεί να θεωρηθεί και ως ένας από τους βασικούς όρους διάσωσης και αναπαραγωγής του πολιτικού και του κομματικού συστήματος στη σημερινή του μορφή, λειτουργώντας ως μηχανισμός απορρόφησης των εντάσεων που συνεπάγεται η άσκηση πολιτικής ιδίως σε πεδία όπου παρεμβαίνουν ποικίλα ιδιωτικά κέντρα οικονομικής και πληροφοριακής εξουσίας.