Η μελέτη αυτή αποτελεί μια σύνθετη / διεπιστημονική ερευνητική προσέγγιση που αποβλέπει στην επεξεργασία των κύριων αξόνων μιας στρατηγικής παρέμβασης στον τομέα της προνοιακής προστασίας των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Οι ειδικότεροι στόχοι της μελέτης περιλαμβάνουν τη διερεύνηση και αξιολόγηση των υφιστάμενων μέτρων και προγραμμάτων εισοδηματικής ενίσχυσης των διαφόρων κατηγοριών ατόμων με ειδικές ανάγκες (όπως αυτά αποτυπώνονται στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας), τον έλεγχο της προσαρμογής τους στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο Κοινωνικής Πρόνοιας και, τέλος, το σχεδιασμό εναλλακτικών μοντέλων για την κάλυψη των διαπιστωθέντων θεσμικών στρεβλώσεων που παρεμποδίζουν την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Από μεθοδολογική άποψη η μελέτη διακρίνεται σε επιμέρους θεματικές ενότητες που εξυπηρετούν ακριβώς την υλοποίηση των ειδικότερων στόχων της. Οι ενότητες αυτές κρίθηκαν αναγκαίες και από άποψη επιστημονικής πληρότητας, καθώς συμβάλλουν αναμφισβήτητα στην επαλήθευση των βασικών υποθέσεων εργασίας της μελέτης, οι οποίες καταγράφονται συνοπτικά ως εξής :
α. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες αποτελούν μια κατηγορία πληθυσμού που αντιμετωπίζει έντονα τα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού και του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας. Ανεξάρτητα από τις αιτίες παρόμοιων προβλημάτων, η διατήρησή τους συνεπάγεται τόσο την αδυναμία εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης όσο και τον περιορισμό της προσωπικής αυτονομίας ενός μεγάλου ποσοστού ατόμων με ειδικές ανάγκες.
β. Η κάλυψη των βασικών αναγκών των ατόμων που αδυνατούν να τις εξασφαλίσουν με τις δικές τους δυνάμεις (σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο) αντιστοιχεί σε έναν από τους κύριους στόχους παρέμβασης του σύγχρονου κράτους-πρόνοιας. Στην περίπτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες μάλιστα ο στόχος αυτός συνδυάζεται με την άρση ή έστω την άμβλυνση της δυσμενούς μεταχείρισης που υφίστανται παρόμοιες κατηγορίες λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους.
γ. Οι παρεμβάσεις του κράτους-πρόνοιας στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας θεωρούνται αποτελεσματικές μόνο όταν συνοδεύονται από τις θεσμικές εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους, όταν κατευθύνονται δηλαδή στην ενίσχυση της άσκησης τυποποιημένων κοινωνικών δικαιωμάτων, που επιτρέπουν την ουσιαστική εξασφάλιση των δικαιούχων. Η χορήγηση κοινωνικών παροχών αποσυνδέεται έτσι από την παραδοσιακή αντίληψη της φιλανθρωπίας απέναντι σε “ατομικά προβλήματα” και εντάσσεται σε ένα οργανωμένο πλαίσιο κρατικών πολιτικών.
δ. Η βασική τεχνική για την προστασία των ατόμων με ειδικές ανάγκες που αδυνατούν να ενταχθούν ορθολογικά στην αγορά εργασίας (και επομένως αποκλείονται από την προστασία μέσω των φορέων κοινωνικής ασφάλισης) αντιστοιχεί στο μηχανισμό της κοινωνικής πρόνοιας, που συνήθως εξειδικεύεται σε ένα σύνθετο σύστημα χρηματικών παροχών, παροχών σε είδος και προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Οι χρηματικές παροχές προσανατολίζονται, ανάλογα με το μοντέλο του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας στο οποίο εντάσσονται, είτε στην εξασφάλιση των στοιχειωδών αναγκών συντήρησης (subsistence minimum standards) είτε στην κατοχύρωση της ενεργητικής συμμετοχής των δικαιούχων στον κοινωνικό ιστό (participatory process).
ε. Η διάρθρωση και λειτουργία των προγραμμάτων εισοδηματικής ενίσχυσης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες συνδέονται άμεσα με την υπαγωγή τους σε ένα γενικό σύστημα εγγύησης ελαχίστου εισοδήματος (general minimum income scheme), που καλύπτει κάθε άτομο χωρίς επαρκείς πόρους σε περίπτωση ανάγκης. Σε περίπτωση έλλειψης ή αδυναμίας ενεργοποίησης ενός παρόμοιου συστήματος, ενισχύεται η αναγκαιότητα σχεδιασμού ειδικών προγραμμάτων που θα προσαρμόζονται ακριβώς στις ιδιαιτερότητες των ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Η ανάπτυξη των συγκεκριμένων βασικών υποθέσεων εργασίας τυποποιεί το πεδίο εργασίας της μελέτης: πρόκειται για τη διερεύνηση του συστήματος προνοιακών παροχών που χορηγούνται στα άτομα με ειδικές ανάγκες και έχουν τη μορφή επιδοματικών ενισχύσεων. Η μελέτη χωρίζεται στα ακόλουθα τρία στάδια: Πρώτον, την καταγραφή, κωδικοποίηση και αξιολόγηση των υφισταμένων μέτρων και προγραμμάτων εισοδηματικής στήριξης των ατόμων με ειδικές ανάγκες μέσω του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Δεύτερον, την καταγραφή και αξιολόγηση της επίδρασης των ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου Κοινωνικής Πρόνοιας στην ανάπτυξη και λειτουργία των υφισταμένων προγραμμάτων, και τρίτον, τη σύγκριση των υφισταμένων προγραμμάτων με τους κύριους άξονες ενός κατηγοριακού προγράμματος ελαχίστου εισοδήματος (categorical minimum income scheme) για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Η ολοκλήρωση των τριών σταδίων συμβάλλει στην παραγωγή πρωτογενών δεδομένων, ικανών να τροφοδοτήσουν μια συνθετική επεξεργασία που αποσκοπεί στον σχεδιασμό του μοντέλου γενικών αρχών ενός νέου συστήματος για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Το μοντέλο αυτό αξιοποιεί τα αποτελέσματα της θεσμικής αξιολόγησης (που επιχειρείται για πρώτη φορά στη χώρα μας) για να υποστηρίξει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας. Η ανάπτυξη του πλαισίου των γενικών αρχών για να οδηγήσει στην ολοκληρωμένη λειτουργία ενός νέου συστήματος, θα χρειαστεί να συνδυασθεί με την προώθηση άλλων ερευνών στους τομείς της διοικητικής οργάνωσης και χρηματοδότησης των παροχών που θα κατοχυρώσουν τις εναλλακτικές επιλογές για την εισαγωγή ενός εθνικού προγράμματος εισοδηματικής ενίσχυσης και συνοδευτικών υπηρεσιών για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Στην ενότητα Ι του πρώτου κεφαλαίου επιχειρείται η κριτική προσέγγιση της εξέλιξης της επιδοματικής ενίσχυσης των ΑΜΕΑ. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της εξελικτικής πορείας του συστήματος καταγράφονται θεμελιώδεις παρεμβάσεις, που τεκμηριώνουν τη διάκριση ανάμεσα στις ακόλουθες περιόδους:
α) Η πρώτη περίοδος (1951-1973) χαρακτηρίζεται ως περίοδος θεμελίωσης ενός αποσπασματικού μοντέλου επιδοματικής ενίσχυσης των ΑΜΕΑ, αφού το πεδίο προστασίας περιορίζεται, αδικαιολόγητα, στην κάλυψη των τυφλών. Η περίοδος αυτή συμπίπτει ουσιαστικά με την ανάπτυξη του μεταπολεμικού μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα, που επικεντρώνεται στην προώθηση των κρατικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και δεν αποβλέπει στην ολοκληρωμένη προσέγγιση σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων.
β) Η δεύτερη περίοδος (1973-1981) χαρακτηρίζεται ως περίοδος θεσμικής κατοχύρωσης των μέτρων επιδοματικής πολιτικής για τα ΑΜΕΑ, αφού εισάγονται οι κύριοι άξονες συστηματοποίησης των κρατικών πρωτοβουλιών, μέσω των ρυθμίσεων του ν.δ. 57/73 «Περί λήψεως μέτρων κοινωνικής προστασίας οικονομικώς αδυνάτων και καταργήσεως των διεπουσών τον θεσμόν της απορίας διατάξεων» και του ν.δ. 162/73 «Περί μέτρων προστασίας υπερηλίκων και χρονίως πασχόντων ατόμων». Και οι δύο μηχανισμοί θεμελιώνουν τις δυνατότητες παρέμβασης της κεντρικής διοίκησης για τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος επιδότησης των ΑΜΕΑ.
Η κεντρική κοινωνική διοίκηση δεν προχώρησε όμως στο σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός συστήματος γενικής στόχευσης. Αντίθετα, περιορίσθηκε και πάλι στη λήψη αποσπασματικών μέτρων που ουσιαστικά τυποποιούνται με την ένταξη και των κωφαλάλων μέχρι 18 ετών στο πρόγραμμα επιδότησης (με διαφορετικές όμως προϋποθέσεις και ύψος παροχών σε σχέση με τους τυφλούς) που εγκαινιάζει η Υπουργική Απόφαση 423/73 «Περί επιδοτήσεως κωφαλάλων ηλικίας μέχρι και 18 ετών». Από κοινωνικοπολιτική άποψη, το βασικό γνώρισμα της δεύτερης περιόδου είναι η αδυναμία χάραξης ενιαίων αρχών σχεδιασμού και προγραμματισμού για τη λειτουργία ενός σύνθετου μοντέλου επιδοματικής ενίσχυσης των ΑΜΕΑ. Οι μοναδικές δυνατότητες κάλυψης των ΑΜΕΑ αντιστοιχούσαν στις «περιθωριακές» παροχές έκτακτης ανάγκης (χορηγούνταν βάσει του ν.δ. 57/73) ή στις παροχές των προγραμμάτων οικονομικής στήριξης των τυφλών και των κωφαλάλων. Διευρυνόταν έτσι το κενό στην παροχή κατάλληλης προστασίας για τα άτομα που αντιμετωπίζουν πρόσθετα προβλήματα. Από κανονιστική άποψη, η αδυναμία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως χαρακτηριστική ένδειξη καθυστέρησης προσαρμογής στο σύστημα αρχών και κοινωνικών δικαιωμάτων που είχε εισάγει το Σύνταγμα του 1975 σε σχέση με την προστασία των ΑΜΕΑ. Εντοπίζεται, δηλαδή, μια προφανής δυσαρμονία ανάμεσα στις επιταγές του συντακτικού νομοθέτη για κατοχύρωση των ελαχίστων ορίων συντήρησης των ΑΜΕΑ (σκληρός πυρήνας του δικαιώματος) και στην έκταση ενεργοποίησης του κοινού νομοθέτη, που με την αδράνειά του δεν εξασφαλίζει ούτε αυτό το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης.
γ) Η τρίτη περίοδος (1981-1989) χαρακτηρίζεται ως περίοδος διεύρυνσης της προστασίας των ΑΜΕΑ μέσω της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των προγραμμάτων επιδοματικής ενίσχυσης σε κατηγορίες ΑΜΕΑ που παρέμεναν μέχρι τότε ακάλυπτες.
δ) Η τέταρτη περίοδος (1990-1997) χαρακτηρίζεται ως περίοδος τυποποίησης των κύριων διαστάσεων του συστήματος επιδοματικής ενίσχυσης των ΑΜΕΑ μέσω παρεμβάσεων που επικυρώνουν τη διατήρηση της φυσιογνωμίας του και παράλληλα βελτιώνουν το επίπεδο των παροχών. Οι παρεμβάσεις που προωθήθηκαν αφορούσαν την ένταξη νέων κατηγοριών ΑΜΕΑ στο σύστημα, την εισαγωγή τεχνικών ενιαίας αναπροσαρμογής του ύψους των παροχών και τη θέσπιση κινήτρων για την ενίσχυση του εργασιακού ήθους των δικαιούχων.
Παρά τις αναμφισβήτητα θετικές αυτές πρωτοβουλίες, το σύστημα εξακολουθεί να μην αποτελεί εργαλείο ενός ενιαίου πλαισίου επιδότησης με σαφείς αρχές και στόχους. Διατηρούνται έτσι οι ανισότητες κάλυψης ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες ΑΜΕΑ και κυρίως δεν εξασφαλίζεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τα άτομα εκείνα που δεν διαθέτουν έστω και στοιχειώδεις πόρους συντήρησης, αφού οι παροχές επιδιώκουν την κάλυψη τόσο εργαζομένων και ασφαλισμένων όσο και ανασφάλιστων ΑΜΕΑ χωρίς άλλες πηγές συντήρησης.
Η διατύπωση των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου κατά τρόπο αόριστο και ελλειπτικό ενισχύει την κρατούσα άποψη, ότι το Σύνταγμα του 1975/86 δεν κατοχυρώνει αγώγιμα κοινωνικά δικαιώματα. Τα κοινωνικά δικαιώματα ρυθμίζουν μια ύλη διαρκώς αναδιαπραγματευόμενων οικονομικών και κοινωνικών αξιώσεων. Υπό αυτή την έννοια η εγγενής τους ελαστικότητα τείνει να καταλήξει στη σχετικοποίηση του περιεχομένου τους και στη διαμόρφωση μιας σειράς ειδικών νομικών μορφών διαβαθμιζόμενης κανονιστικής δεσμευτικότητας.
Στην ενότητα ΙΙ του πρώτου κεφαλαίου αναλύεται η συνταγματική κατοχύρωση του εξεταζόμενου δικαιώματος των ΑΜΕΑ και υποστηρίζεται ότι το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνει ένα ειδικό δικαίωμα κοινωνικής προστασίας των ΑΜΕΑ στο άρθρο 21 παρ. 3, το οποίο ερμηνεύεται συστηματικά σε συνάρτηση με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1.
Το εν λόγω δικαίωμα συνιστά έκφανση του γενικότερου δικαιώματος του ατόμου για κοινωνική πρόνοια, παρουσιάζει δηλαδή κατ’ εξοχήν προνοιακό χαρακτήρα. Από την συνταγματική κατοχύρωση δεν απορρέει αγώγιμο υποκειμενικό δικαίωμα, αλλά συνταγματική εντολή. Ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρέα περιθώρια επιλογών για την κανονιστική εξειδίκευση του δικαιώματος.
Η οριοθέτηση της νομοθετικής εξουσίας προκύπτει αφ’ ενός από την υποχρέωση του νομοθέτη να μην καταργεί αυθαίρετα την παρεχόμενη προστασία και αφ’ ετέρου από τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Στη νομοθετική πρωτοβουλία εναπόκειται η τροποποίηση των προϋποθέσεων χορήγησης των κρίσιμων προνοιακών παροχών, καθώς και ο προσδιορισμός του ύψους αυτών με γνώμονα τον εξορθολογισμό του συστήματος της επιδοματικής προστασίας. Η ενοποίηση των προνοιακών προγραμμάτων σε ένα ενιαίο μοντέλο προϋποθέτει τη θεμελίωση της αφ’ ενός με κριτήριο την αναλογική ισότητα και αφ’ ετέρου υπό συγκεκριμένους όρους διασφάλισης ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής προστασίας. Οι όροι αυτοί μπορούν να συστηματοποιηθούν ως εξής :
i. Επιβεβλημένη είναι η κάλυψη των ανασφάλιστων και των απόρων ατόμων
ii. Το ύψος των παροχών πρέπει να διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης
iii. Η διαβάθμιση των παροχών πρέπει να συνδέεται με τις ανάγκες ενίσχυσης κάθε επιμέρους κατηγορίας ή ατόμου, όπως αυτές προκύπτουν κυρίως από το ποσοστό ικανότητας προς εργασία και από το ύψος του εισοδήματός τους.
Τέλος, η εφαρμογή του ελέγχου οικονομικών πόρων κρίνεται συνταγματικά επιτρεπτή και συνάδει τόσο με την αρχή της επικουρικότητας της προνοιακής προστασίας όσο και με την αρχή της εξατομίκευσης.
Στην ενότητα IV του πρώτου κεφαλαίου αναλύεται η παρέμβαση του ασφαλιστικού συστήματος για την οικονομική ενίσχυση των ΑΜΕΑ και επικεντρώνεται στη διερεύνηση των μη ανταποδοτικών παροχών που χορηγούνται σε ΑΜΕΑ στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Κύριο στόχο της εν λόγω διερεύνησης αποτελεί η αξιολόγηση της δυνατότητας να σωρευτούν ασφαλιστικές και προνοιακές παροχές και να καταγραφούν ενδεχόμενα κενά ή στρεβλώσεις, που συνεπάγονται αδικαιολόγητους περιορισμούς στην κάλυψη των ΑΜΕΑ.
Τα βασικά ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο έρευνας της ενότητας είναι:
α) τυποποίηση των παροχών για την κάλυψη αναγκών της αναπηρίας, που χορηγούνται από ασφαλιστικούς οργανισμούς χωρίς άμεση σύνδεση με την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών,
β) ανάλυση των διαστάσεων των παροχών αυτών (νομική θεμελίωση, προϋποθέσεις χορήγησης, υπολογισμός του ύψους, διαδικασίες αναπροσαρμογής),
γ) εκτίμηση της λειτουργίας των παροχών σε σχέση με τις κατηγορίες των άμεσα ή έμμεσα ασφαλισμένων που τις λαμβάνουν, και
δ) καταγραφή της σχέσης με τις παροχές επιδοματικής ενίσχυσης που χορηγούνται από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.
Τέλος, στην ενότητα ΙΙ του τρίτου κεφαλαίου επιχειρείται η επεξεργασία τριών εναλλακτικών μοντέλων αναθεώρησης του υφιστάμενου συστήματος. Το πρώτο είναι ένα υποτυπώδες μοντέλο αναθεώρησης καθώς περιορίζεται στην απλή βελτίωση της λειτουργίας του υφιστάμενου συστήματος μέσω της υιοθέτησης εσωτερικών ρυθμίσεων που επιτρέπουν την άμβλυνση συγκεκριμένων στρεβλώσεών του. Από άποψη κοινωνικού σχεδιασμού όμως, το προτεινόμενο μοντέλο δεν ανταποκρίνεται στην τήρηση της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης, που όπως αναλύθηκε, επιβάλλει τη στόχευση των προνοιακών παροχών στα άτομα που βρίσκονται πράγματι σε κατάσταση ανάγκης. Και τούτο γιατί η διατήρηση των σημερινών προϋποθέσεων χορήγησης παροχών συνεπάγεται την επέκταση των παροχών σε κάθε ΑΜΕΑ, ανεξάρτητα από τους πόρους συντήρησης που διαθέτει. Επιπλέον, διατηρούνται οι στρεβλώσεις σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας και τελικά εν εξασφαλίζεται η κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για κάθε ΑΜΕΑ που βρίσκεται σε πραγματική κατάσταση ανάγκης. Εξακολουθούν έτσι τόσο τα προβλήματα υλοποίησης ενός μοντέλου προνοιακών τεχνικών όσο και οι δυσχέρειες προσαρμογής στις αρχές του Διεθνούς και του Κοινοτικού Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας.
Το δεύτερο μοντέλο αντιστοιχεί στην πρόταση «θεσμικού εκσυγχρονισμού» του υφιστάμενου συστήματος επιδοματικής ενίσχυσης των ΑΜΕΑ, αφού ουσιαστικά εισάγει ενιαίες αρχές για την άσκηση επιδοματικής πολιτικής και παράλληλα εξυπηρετεί τα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Οι κύριες διαστάσεις του περιλαμβάνουν:
α) θέσπιση ενιαίων προϋποθέσεων για τη χορήγηση παροχών,
β) τυποποίηση των δεικτών προσδιορισμού του ύψους των παροχών,
γ) θεσμοθέτηση ενιαίας διαδικασίας αναπροσαρμογής των παροχών,
δ) εισαγωγή συμπληρωματικών παροχών,
ε) εισαγωγή υπηρεσιών νομικής συνδρομής των ενδιαφερομένων.
Το προτεινόμενο δεύτερο μοντέλο δεν παραβλέπει τη συγκεκριμένη προσέγγιση και γι’ αυτό προβλέπει τη θεσμοθέτηση του επιδόματος αυξημένων αναγκών που επιδιώκει ακριβώς τη συμπληρωματική ενίσχυση των ενδιαφερομένων. Ενδεχομένως κάποια προβλήματα μπορούν να ανακύψουν σε σχέση με τον περιορισμό του επιδόματος αυτού στα άτομα που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και στον παρεπόμενο αποκλεισμό των υπολοίπων κατηγοριών ΑΜΕΑ που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα βιοπορισμού.
Η πρόταση που διαρθρώνεται για την κάλυψη αυτών των κατηγοριών διευρύνει τους άξονες παρεμβάσεων του συστήματος στο πεδίο των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών και των παροχών σε είδος. Προτείνεται δηλαδή η θεσμοθέτηση ενός εκτεταμένου πλέγματος κοινωνικών υπηρεσιών για τη διευκόλυνση των ατόμων που δεν εντάσσονται στα προγράμματα επιδοματικής ενίσχυσης, ώστε να εξασφαλισθεί πραγματικά η ολοκλήρωση της ενσωμάτωσής τους στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό. Τέλος, το προτεινόμενο μοντέλο κατοχυρώνει πλήρως την προσαρμογή της προνοιακής πολιτικής στις συνταγματικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, τυποποιώντας παράλληλα τις βασικές διαστάσεις των προνοιακών προγραμμάτων. Η εφαρμογή του επιβάλλει βέβαια μεταρρυθμίσεις στο υφιστάμενο σύστημα, που όμως κρίνονται απαραίτητες τόσο για τον εκσυγχρονισμό του όσο και για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την κάλυψη των κενών που όπως αποδείχθηκε από τη χρήση των δεικτών αξιολόγησης συνεπάγεται αναπόφευκτα η λειτουργία του. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν πρέπει όμως να αντιμετωπισθούν ως απόπειρες μείωσης των παροχών ή περιορισμού του κύκλου των προστατευομένων προσώπων: αποτελούν ουσιαστικά τις τεχνικές εξειδίκευσης των αρχών της επιδοματικής πολιτικής που συνθέτουν ακριβώς το πλαίσιο λειτουργίας του νέου μοντέλου.
Το τρίτο μοντέλο αντιστοιχεί στην εισαγωγή ενός ειδικού προγράμματος κατοχύρωσης ελαχίστων ορίων συντήρησης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες που δεν μπορούν να εργασθούν λόγω της αναπηρίας τους ή δεν βρίσκουν κατάλληλη απασχόληση. Αποκλείονται επομένως από το πεδίο εφαρμογής του τα άτομα που εργάζονται και εντάσσονται σε κάποιον ασφαλιστικό φορέα, αφού η προστασία τους σε περίπτωση εμφάνισης ασφαλιστικών κινδύνων παραπέμπεται ακριβώς στην ενεργοποίηση της ασφαλιστικής τεχνικής (ανεξάρτητα εάν εκδηλώνεται με τη χορήγηση ανταποδοτικών ή μη παροχών).
Από άποψη κοινωνικού σχεδιασμού, το προτεινόμενο μοντέλο αντιστοιχεί σε ένα γνήσιο κατηγοριακό πρόγραμμα ελαχίστου εισοδήματος. Η ενδεχόμενη εισαγωγή του επαναφέρει στο προσκήνιο την αναζωπύρωση του διαλόγου για τη θεσμοθέτηση και στην Ελλάδα ενός εθνικού συστήματος ελαχίστου εισοδήματος που θα εξασφαλίζει ακριβώς σε κάθε άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης επαρκείς πόρους συντήρησης. Μια παρόμοια θεσμοθέτηση συνεπάγεται την ουσιαστική σύγκλιση του Ελληνικού συστήματος κοινωνικής προστασίας με τα αντίστοιχα συστήματα των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μόνο η Ελλάδα και η Ισπανία δεν διαθέτουν ακόμα γενικά συστήματα ελαχίστου εισοδήματος) και τη θεσμική προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στις αρχές και δεσμεύσεις που απορρέουν από τους μηχανισμούς του Διεθνούς Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας (σε επίπεδο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Συμβουλίου της Ευρώπης και Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας). Τέλος, το προτεινόμενο μοντέλο αποτελεί τον πιο ορθολογικό μηχανισμό υλοποίησης του σκληρού πυρήνα του δικαιώματος σε ελάχιστα όρια συντήρησης που προβλέπεται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος αλλά και εξειδίκευσης του αντίστοιχου κανονιστικού πλαισίου που θεσμοθετήθηκε με το ν.δ. 57/73. Προωθούνται έτσι με συνέπεια οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, καθώς κατοχυρώνονται ειδικές παροχές για μια κατηγορία πληθυσμού που αντιμετωπίζει προβλήματα βιοπορισμού λόγω ανικανότητας ή αδυναμίας ένταξης στην αγορά εργασίας.
Ένας από τους βασικούς άξονες προβληματισμού σε σχέση με το νέο μοντέλο εξακολουθεί όμως να παραμένει στο επίκεντρο της συζήτησης: πρόκειται για τη μεταχείριση των ΑΜΕΑ που εργάζονται και εξασφαλίζουν με την απασχόλησή τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Το προτεινόμενο μοντέλο αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του την κατηγορία αυτή, υιοθετώντας έτσι τη διάκριση μεταξύ της ασφαλιστικής και της προνοιακής τεχνικής. Μια παρόμοια διάκριση στηρίζεται αναμφισβήτητα στην ανάγκη εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής προστασίας μέσω της επικέντρωσης των παροχών σε διαφορετικές κατηγορίες: παροχές κοινωνικής ασφάλισης για τους άμεσα και έμμεσα ασφαλισμένους και παροχές κοινωνικής πρόνοιας για τους ανασφάλιστους που δεν μπορούν να απασχοληθούν ή να βρουν εργασία ώστε να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσής τους.