(σε συνεργασία με την Χριστίνα Γκόλνα και τον Κυριάκο Σουλιώτη, 303 σελ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005).
Η ρύθμιση της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα βασίζεται, εν πολλοίς δικαιολογημένα, σε μια «περιοριστική» λογική, κυρίως ως προς τον καθορισμό των τιμών και λιγότερο ως προς την ασφαλιστική κάλυψη. Ταυτόχρονα οι επιθετικές πολιτικές προώθησης που εφαρμόζουν οι φαρμακευτικές εταιρίες και ο όγκος των συνταγογραφούμενων σκευασμάτων υποδηλώνουν πως η αγορά έχει ανακαλύψει μεθόδους, ενίοτε «στρεβλές», με τις οποίες παρακάμπτει την περιοριστική αυτή λογική. Η έλλειψη μιας συναντίληψης μεταξύ των βασικών δρώντων, δηλαδή των παραγόντων της αγοράς και της πολιτείας, έχει συχνά οδηγήσει σε αδιέξοδα. Βάσιμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης εξακολουθεί να αποτελεί το ζήτημα κατά πόσον το φάρμακο αποτελεί κοινωνικό αγαθό ή εμπορεύσιμο προϊόν. Στο πλαίσιο αυτό, η «ατελής» κατά τους οικονομολόγους φαρμακευτική αγορά επιβαρύνεται από δυσλειτουργίες θεσμικού τύπου και προέλευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ορισμός της ανώτατης τιμής φαρμάκου με γνώμονα την αντίστοιχη χαμηλότερη ευρωπαϊκή, που προκαλεί στρεβλώσεις στο οικονομικό επίπεδο, ενώ παράλληλα δεν είναι συμβατός προς την ισχύουσα συνταγματική τάξη. Εξάλλου, η πρόταση να διευρυνθεί στις τρεις ο αριθμός των χωρών αναφοράς για τον υπολογισμό της τιμής του φαρμάκου, συνιστά ένα «αναβλητικό συμβιβασμό», που επίσης χαρακτηρίζεται απρόσφορος από οικονομική σκοπιά αλλά και ως συνταγματικά μη ανεκτός.
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να αξιολογήσει τους πολύπλευρους παράγοντες που διαμορφώνουν τη λειτουργία της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η πολυπλοκότητα των παραμέτρων που επηρεάζουν την εν λόγω αγορά, ο δυναμικός της χαρακτήρας αλλά και ο πλουραλισμός και η συχνότητα μεταβολής του κρατικού ρυθμιστικού πλαισίου στον ευρωπαϊκό χώρο, κατέστησαν το εγχείρημα ιδιαιτέρως «απαιτητικό». Επιπλέον, οι θεσμικές παρεμβάσεις, οι οποίες κρίνονται αναγκαίες στην ατελή αγορά των υπηρεσιών υγείας, αποκτούν στην περίπτωση της φαρμακευτικής περίθαλψης έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος απορρέει από την ανάγκη εξισορρόπησης των στόχων της αναπτυξιακής πολιτικής με εκείνους της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής υγείας ειδικότερα.
Στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην αγορά φαρμάκου έχουν να επιδείξουν τα τελευταία χρόνια μια πληθώρα μέτρων, που αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στον περιορισμό της φαρμακευτι¬κής κατανάλωσης και στον εξορθολογισμό της σχετικής δαπάνης. Τα μέτρα αυτά προσανατολίζονται σε δύο κατευθύνσεις: αφ’ ενός στην άσκηση πίεσης στην πλευρά της προσφοράς, είτε μέσω του ελέγχου της τιμής είτε μέσω του ελέγχου της διαδικασίας ασφαλιστικής κάλυψης της δαπάνης, και αφ’ ετέρου στην παρέμβαση στη ζήτηση, είτε μέσω της αύξησης των ποσοστών συνασφάλισης είτε μέσω του ελέγχου της συνταγογράφησης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η λειτουργία της φαρμακευτικής αγοράς, στην οποία κυριαρχούν τα πολυεθνικά εταιρικά σχήματα, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από μια βασική αντίφαση της ρυθμιστικής παρέμβασης της πολιτείας: ενώ επιδιώκεται η περιστολή της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία συντίθεται αφ’ ενός από την τιμή και αφ’ ετέρου από την ποσότητα των καταναλισκόμενων σκευασμάτων, τα ρυθμιστικά μέτρα περιορίζονται στον εξαντλητικό έλεγχο των τιμών, στην παρέμβαση δηλαδή επί της προσφοράς, υποβαθμίζοντας τους μηχανισμούς ελέγχου και εξορθολογισμού του όγκου της κατανάλωσης με παρεμβάσεις επί της ζήτησης. Αποτέλεσμα της μονομερούς αυτής επιλογής αποτελεί η συνεχής και με σταθερούς ρυθμούς αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών ταμείων αλλά και τα ατομικά εισοδήματα, ενώ παράλληλα, εκ των πραγμάτων, περιορίζει την πρόσβαση των πολιτών στην αποτελεσματικότερη θεραπευτική φαρμακευτική επιλογή, δεδομένου ότι αποτρέπει τη φαρμακευτική βιομηχανία από τη διάθεση των προϊόντων της στην εγχώρια αγορά υπό συνθήκες «αντίξοες» για την κερδοφορία της.
Με βάση την ανάλυση των προηγούμενων παραμέτρων επιχειρείται στη μελέτη η διερεύνηση των ακόλουθων ιδίως ερωτημάτων: Μπορούν να συμβιβαστούν οι ενίοτε ασύμπτωτοι στόχοι της βιομηχανικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προστασίας στο πεδίο της φαρμακευτικής πολιτικής; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας της αγοράς φαρμάκου που την καθιστούν «ιδιαίτερα ατελή» και επιβάλλουν την παρέμβαση του κράτους; Πώς διαμορφώνεται η κρατική παρέμβαση στη φαρμακευτική αγορά στις ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων καθεμιάς; Ειδικότερα ως προς την ελληνική αγορά φαρμάκου, ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της και ποια η επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος στη λειτουργία της; Είναι ορθολογική, αποτελεσματική αλλά και συμβατή προς τις συνταγματικές και υπερεθνικές δεσμεύσεις της χώρας η τρέχουσα κρατική παρέμβαση στην αγορά φαρμάκου; Τέλος, σε ποιο βαθμό είναι σκόπιμη η υιοθέτηση διεθνών «καλών πρακτικών» κατά την παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας στην αγορά φαρμάκου;
Επιχειρώντας να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, η μελέτη διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες: Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται τα γενικά χαρακτηριστικά της αγοράς φαρμάκου και της άσκησης φαρμακευτικής πολιτικής, με έμφαση στο ρόλο του δικαιώματος της ευρεσιτεχνίας στα φαρμακευτικά προϊόντα και στη σημασία του παράλληλου εμπορίου για την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρείται, για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία, μια συγκριτική επισκόπηση των επιμέρους φαρμακευτικών αγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της εξέλιξης των κρατικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων. Το τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην ελληνική αγορά φαρμάκου, διερευνώντας κατ΄ αρχάς τις παραμέτρους του εξωτερικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν τη λειτουργία της και αναλύοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της, καθώς και τις κεντρικές επιλογές της φαρμακευτικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ειδικότερα, εξετάζονται τα χαρακτηριστικά της ζήτησης και της προσφοράς, η εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης και οι επιπτώσεις των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην αγορά φαρμάκου διαχρονικά, προκειμένου να αξιολογηθεί η σκοπιμότητα και η νομιμότητα των παρεμβάσεων αυτών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη συνταγματική αξιολόγηση του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου καθώς και στην ανάλυση της συνταγματικής διαρρύθμισης της φαρμακευτικής πολιτικής, προκειμένου να διαγνωστεί η συμβατότητα των εξαγγελθεισών κατευθύνσεων για τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προς τη συνταγματική τάξη. Εξάλλου επιχειρείται η συνοπτική αποτύπωση των δεσμεύσεων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ιδίως από το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού. Τέλος, στο επίμετρο του βιβλίου, με βάση τα πορίσματα της προηγούμενης ανάλυσης, επιχειρείται η διαμόρφωση εναλλακτικών μοντέλων ρυθμιστικής παρέμβασης στην ελληνική φαρμακευτική αγορά, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος που δεν θα επικεντρώνεται μόνο στο ζήτημα της τιμής του φαρμάκου, αλλά και στις λοιπές, εξίσου κρίσιμες παραμέτρους που άπτονται της λειτουργίας της φαρμακευτικής αγοράς.