35 χρόνια μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η ελληνική πολιτεία χαρακτηρίζεται από σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στη θεσμικά ηθελημένη και στην πραγματική λειτουργία του κράτους και των πολιτικών κομμάτων.
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ακολούθησαν την πορεία των κομμάτων στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, μετατρεπόμενα σταδιακά σε αποϊδεολογικοποιημένους, αυτο-αναφερόμενους μηχανισμούς, που εφαρμόζουν πολυσυλλεκτικές εκλογικές τακτικές και μετασχηματίζονται από κόμματα μαζών σε «κόμματα του κράτους». Παράλληλα παγιώνεται ένα έλλειμμα ενδοκομματικής δημοκρατίας που τείνει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς ενίοτε δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα κατά την ανάδειξη κομματικών οργάνων και τη λήψη κομματικών αποφάσεων.
Η απουσία δημοκρατικών διαδικασιών εντός των πολιτικών κομμάτων, σε συνδυασμό με ένα πολιτικό σύστημα που λειτουργεί κατά τρόπο πρωθυπουργοκεντρικό, χωρίς να διασφαλίζονται επαρκή αντίβαρα και ανασχέσεις απέναντι στις πρωθυπουργικές αρμοδιότητες, συγκροτεί το περίγραμμα της πραγματικής οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας.
Όλα τα προηγούμενα συμβάλουν στην ενδυνάμωση των αντι-κομματικών τάσεων στην πολιτική κουλτούρα και στην όξυνση των πρακτικών που εκφράζουν τη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στην πολιτική εξουσία και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όπως προκύπτει ιδίως από τις έρευνες κοινής γνώμης, την κοινωνική διαμαρτυρία και τις άλλες μορφές «αντι-δημοκρατίας».
Ποιες θα μπορούσαν, όμως, να είναι οι προεκτάσεις της αμφισβήτησης και της αναξιοπιστίας θεμελιωδών θεσμών της πολιτείας; Μήπως οδηγεί η αποδοκιμασία των Κυβερνήσεων, του Κοινοβουλίου, της δικαιοσύνης, των πολιτικών κομμάτων, της δημόσιας διοίκησης, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως αποτυπώνεται σε σειρά δημοσκοπήσεων, στη διαμόρφωση μιας αντίληψης ότι εν τέλει οι θεσμοί αυτοί και οι φορείς τους είναι περιττοί ή ζημιογόνοι;
Στο βιβλίο δεν επιχειρείται μια «αντισυστημική» προσέγγιση των πολιτικών θεσμών στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά η αποσαφήνιση του συνταγματικού δέοντος και του θεσμικά ηθελημένου ρόλου των κρατικών οργάνων και των πολιτικών κομμάτων, υπό το πρίσμα μιας δημοκρατικής συνταγματικής και πολιτικής θεωρίας. Η συντριπτική κριτική που ασκείται, ολοένα συχνότερα, προς τα πολιτικά κόμματα και τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οδηγεί κατά κανόνα σε μια δημαγωγική επιχειρηματολογία, που σε τελική ανάλυση διέπεται από αντικοινοβουλευτική και αντιπλουραλιστική προδιάθεση. Ζητούμενο όμως, στην παρούσα τουλάχιστον συγκυρία, δεν είναι άλλο από την ανάλυση των δυσλειτουργιών στο κράτος, τα πολιτικά κόμματα και τη μεταξύ τους συναρμογή και η ανάδειξη συγκεκριμένων προτάσεων για την προσαρμογή τους στις επιταγές μιας σύγχρονης δημοκρατικής και δικαιοκρατικής πολιτείας.
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ακολούθησαν την πορεία των κομμάτων στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, μετατρεπόμενα σταδιακά σε αποϊδεολογικοποιημένους, αυτο-αναφερόμενους μηχανισμούς, που εφαρμόζουν πολυσυλλεκτικές εκλογικές τακτικές και μετασχηματίζονται από κόμματα μαζών σε «κόμματα του κράτους». Παράλληλα παγιώνεται ένα έλλειμμα ενδοκομματικής δημοκρατίας που τείνει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς ενίοτε δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα κατά την ανάδειξη κομματικών οργάνων και τη λήψη κομματικών αποφάσεων.
Η απουσία δημοκρατικών διαδικασιών εντός των πολιτικών κομμάτων, σε συνδυασμό με ένα πολιτικό σύστημα που λειτουργεί κατά τρόπο πρωθυπουργοκεντρικό, χωρίς να διασφαλίζονται επαρκή αντίβαρα και ανασχέσεις απέναντι στις πρωθυπουργικές αρμοδιότητες, συγκροτεί το περίγραμμα της πραγματικής οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας.
Όλα τα προηγούμενα συμβάλουν στην ενδυνάμωση των αντι-κομματικών τάσεων στην πολιτική κουλτούρα και στην όξυνση των πρακτικών που εκφράζουν τη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στην πολιτική εξουσία και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όπως προκύπτει ιδίως από τις έρευνες κοινής γνώμης, την κοινωνική διαμαρτυρία και τις άλλες μορφές «αντι-δημοκρατίας».
Ποιες θα μπορούσαν, όμως, να είναι οι προεκτάσεις της αμφισβήτησης και της αναξιοπιστίας θεμελιωδών θεσμών της πολιτείας; Μήπως οδηγεί η αποδοκιμασία των Κυβερνήσεων, του Κοινοβουλίου, της δικαιοσύνης, των πολιτικών κομμάτων, της δημόσιας διοίκησης, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως αποτυπώνεται σε σειρά δημοσκοπήσεων, στη διαμόρφωση μιας αντίληψης ότι εν τέλει οι θεσμοί αυτοί και οι φορείς τους είναι περιττοί ή ζημιογόνοι;
Στο βιβλίο δεν επιχειρείται μια «αντισυστημική» προσέγγιση των πολιτικών θεσμών στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά η αποσαφήνιση του συνταγματικού δέοντος και του θεσμικά ηθελημένου ρόλου των κρατικών οργάνων και των πολιτικών κομμάτων, υπό το πρίσμα μιας δημοκρατικής συνταγματικής και πολιτικής θεωρίας. Η συντριπτική κριτική που ασκείται, ολοένα συχνότερα, προς τα πολιτικά κόμματα και τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οδηγεί κατά κανόνα σε μια δημαγωγική επιχειρηματολογία, που σε τελική ανάλυση διέπεται από αντικοινοβουλευτική και αντιπλουραλιστική προδιάθεση. Ζητούμενο όμως, στην παρούσα τουλάχιστον συγκυρία, δεν είναι άλλο από την ανάλυση των δυσλειτουργιών στο κράτος, τα πολιτικά κόμματα και τη μεταξύ τους συναρμογή και η ανάδειξη συγκεκριμένων προτάσεων για την προσαρμογή τους στις επιταγές μιας σύγχρονης δημοκρατικής και δικαιοκρατικής πολιτείας.