Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 16/12/2008
Τα τελευταία χρόνια τα Πανεπιστήμια βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό. Το εγχείρημα να αναθεωρηθεί το άρθρο 16, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, υπήρξε το έναυσμα μιας παρατεταμένης περιόδου κρίσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Παράλληλα, η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του «νόμου-πλαισίου» για τα Πανεπιστήμια προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, παρότι οι αλλαγές που επιβλήθηκαν τελικά στερούνται ουσίας. Τη διαρκή κρίση τροφοδότησε, επίσης, η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων με βάση τίτλους σπουδών από «κολέγια» συμβεβλημένα με Πανεπιστήμια άλλων κρατών-μελών της Ε Ε. Ωστόσο, αυτό που έμεινε από αυτή την περίοδο αναβρασμού δεν ήταν παρά η επιβεβαίωση της φθίνουσας πορείας του δημόσιου Πανεπιστημίου, οι σκηνές τυφλής βίας εις βάρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πανεπιστημιακής περιουσίας, ιδίως όμως μια γενικευμένη αίσθηση ότι η σταδιακή αποδόμηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι προδιαγεγραμμένη.
Ποια είναι λοιπόν σήμερα η πανεπιστημιακή πραγματικότητα; Πρώτα απ όλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι τα τελευταία 20 χρόνια διευρύνθηκε η πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Ήταν όμως τα επιστημονικά πεδία των νέων Σχολών κατά κανόνα τα ενδεδειγμένα; Συνοδεύθηκε το άνοιγμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης από βελτίωση του επιπέδου σπουδών και της έρευνας, ή μήπως συνέβαλε στην υποβάθμισή τους; Δεν εξυπηρετεί κανέναν ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας στα Πανεπιστήμια, εκτός ίσως από εκείνους που είχαν την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, ακόμη και σχολές που διαθέτουν εξαιρετικούς καθηγητές -κι αυτές δεν είναι λίγες- παραμένει ένας θεσμός που υπολειτουργεί. Τα ελλείμματα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι στρεβλώσεις που προκαλεί το ισχύον σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των Πανεπιστημίων από το κράτος, η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η παγίωση μιας γραφειοκρατικής κουλτούρας σε έναν χώρο όπου κατεξοχήν θα έπρεπε να ενισχύονται η καινοτομία και η ευελιξία, οι συντεχνίες που υποσκάπτουν την ανανέωση και την αξιοκρατία, η αλλοίωση της αποστολής του ασύλου, όλα αυτά ναρκοθετούν την ποιότητα και το κύρος των Πανεπιστημίων. Χρειάζεται επειγόντως μια νέα πανεπιστημιακή οργάνωση και κουλτούρα, όμως ουδείς τολμάει τις αναγκαίες ρήξεις.
Μπορεί λοιπόν να είναι τυφλή, όμως δεν είναι ανεξήγητη η βία που ασκείται μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια. Η ανεκπλήρωτη επιθυμία για σοβαρές σπουδές, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι το πτυχίο διαθέτει πλέον περιορισμένη αξία για την επαγγελματική εξέλιξη, συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι βόμβες μολότοφ εναντίον του Πανεπιστημίου, οι επαναλαμβανόμενες καταλήψεις, η διογκούμενη οργή των νέων απέναντι σε ένα σύστημα που παράγει ανασφάλεια, δεν είναι παρά αποτελέσματα της απογοήτευσης για την απουσία ίσων ευκαιριών, ουσιαστικής παιδείας, προοπτικών απασχόλησης και, τελικά, σεβασμού από την πολιτεία, η οποία φαίνεται να θέτει καθημερινά στο περιθώριο ένα σημαντικό τμήμα των νέων. Για κάποιους αρκούσε άλλο ένα θανατηφόρο κρούσμα αστυνομικής ασυδοσίας, ώστε η συσσωρευμένη απογοήτευση να μετατραπεί σε βανδαλισμούς και παράλογη καταστροφικότητα.
Ποια είναι λοιπόν σήμερα η πανεπιστημιακή πραγματικότητα; Πρώτα απ όλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι τα τελευταία 20 χρόνια διευρύνθηκε η πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Ήταν όμως τα επιστημονικά πεδία των νέων Σχολών κατά κανόνα τα ενδεδειγμένα; Συνοδεύθηκε το άνοιγμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης από βελτίωση του επιπέδου σπουδών και της έρευνας, ή μήπως συνέβαλε στην υποβάθμισή τους; Δεν εξυπηρετεί κανέναν ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας στα Πανεπιστήμια, εκτός ίσως από εκείνους που είχαν την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, ακόμη και σχολές που διαθέτουν εξαιρετικούς καθηγητές -κι αυτές δεν είναι λίγες- παραμένει ένας θεσμός που υπολειτουργεί. Τα ελλείμματα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι στρεβλώσεις που προκαλεί το ισχύον σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των Πανεπιστημίων από το κράτος, η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η παγίωση μιας γραφειοκρατικής κουλτούρας σε έναν χώρο όπου κατεξοχήν θα έπρεπε να ενισχύονται η καινοτομία και η ευελιξία, οι συντεχνίες που υποσκάπτουν την ανανέωση και την αξιοκρατία, η αλλοίωση της αποστολής του ασύλου, όλα αυτά ναρκοθετούν την ποιότητα και το κύρος των Πανεπιστημίων. Χρειάζεται επειγόντως μια νέα πανεπιστημιακή οργάνωση και κουλτούρα, όμως ουδείς τολμάει τις αναγκαίες ρήξεις.
Μπορεί λοιπόν να είναι τυφλή, όμως δεν είναι ανεξήγητη η βία που ασκείται μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια. Η ανεκπλήρωτη επιθυμία για σοβαρές σπουδές, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι το πτυχίο διαθέτει πλέον περιορισμένη αξία για την επαγγελματική εξέλιξη, συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι βόμβες μολότοφ εναντίον του Πανεπιστημίου, οι επαναλαμβανόμενες καταλήψεις, η διογκούμενη οργή των νέων απέναντι σε ένα σύστημα που παράγει ανασφάλεια, δεν είναι παρά αποτελέσματα της απογοήτευσης για την απουσία ίσων ευκαιριών, ουσιαστικής παιδείας, προοπτικών απασχόλησης και, τελικά, σεβασμού από την πολιτεία, η οποία φαίνεται να θέτει καθημερινά στο περιθώριο ένα σημαντικό τμήμα των νέων. Για κάποιους αρκούσε άλλο ένα θανατηφόρο κρούσμα αστυνομικής ασυδοσίας, ώστε η συσσωρευμένη απογοήτευση να μετατραπεί σε βανδαλισμούς και παράλογη καταστροφικότητα.