Εφημερίδα “Έθνος”, 6/3/2012
Πίσω από τη διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους ιδιώτες πιστωτές διεξήχθη μια ευρύτερη (και πολύ σκληρότερη) διαπραγμάτευση μεταξύ αφενός του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αφετέρου των ιδιωτών πιστωτών. Πίσω από τις διαρκείς και συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης υποβόσκει μια πολύ εντονότερη αντιπαράθεση ανάμεσα στα πλεονασματικά και τα ελλειμματικά ευρωπαϊκά κράτη.
Σε ένα άλλο επίπεδο, οι επαναλαμβανόμενες διαβουλεύσεις μεταξύ της τρόικας και της ελληνικής κυβέρνησης εμπεριέχουν κατ’ ουσίαν δύο παράλληλες διαπραγματευτικές αρένες: από τη μία πλευρά ανάμεσα στον τεχνοκράτη πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των δύο κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση και, από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις που εκπροσωπούνται στο εσωτερικό των κομμάτων αυτών, με διαρκή αναφορά και αποφασιστικό κριτήριο τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, όχι όμως μια ουσιαστική, δημοκρατική διαδικασία εσωκομματικής διαβούλευσης.
Την ίδια στιγμή, λαμβάνει χώρα η σκληρότερη διαπραγμάτευση των τελευταίων δεκαετιών μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και αμφοτέρων αυτών με την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, στο θέατρο των διαπραγματεύσεων έχουν επιστρατευθεί, αυτόκλητοι ή κατόπιν «προσκλήσεως», ομολογιούχοι, απολυμένοι, νεόπτωχοι, αγανακτισμένοι, «νοικοκυραίοι», άστεγοι, ευρωπαϊστές, αντιμνημονιακοί, λαϊκιστές και μεταρρυθμιστές, σε ένα υπερθέαμα που προβάλλεται ζωντανά κάθε μέρα και όπου σε όλους ανεξαιρέτως ανήκει, θέλοντας και μη, ένας ρόλος. Και όμως, από την κοσμογονική αυτή διεργασία απουσιάζουν στην πραγματικότητα εκείνοι που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον θα έπρεπε να έχουν τον τελευταίο λόγο, δηλαδή εκείνα ακριβώς τα συλλογικά υποκείμενα που νομιμοποιούνται με βάση τις αρχές της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Απουσιάζουν για άλλη μια φορά οι ευρωπαϊκοί λαοί από τον μεγάλο ανασχεδιασμό του ενωσιακού οικοδομήματος, που πραγματοποιείται στους διαδρόμους του Διευθυντηρίου, απουσιάζει ο «κυρίαρχος» ελληνικός λαός από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που θα καθορίσουν, αμετάκλητα ίσως, το μέλλον του τις επόμενες δεκαετίες. Ακόμη και η συνταγματική νομοθέτηση εμφανίζεται να υπαγορεύεται στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων.
Σε σημαντικό βαθμό αυτές οι απουσίες οφείλονται στο γεγονός ότι τόσο τα ευρωπαϊκά κόμματα όσο και τα ελληνικά δεν αποτελούν παρά ένα αδειανό κέλυφος, χωρίς να έχουν συγκροτηθεί εναλλακτικές μορφές αντιπροσώπευσης. Ζητούμενο παραμένει, λοιπόν, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής, τόσο στο επίπεδο του κράτους-έθνους και της ευρωπαϊκής συμπολιτείας όσο και σε επίπεδο οργάνωσης θεσμών παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής είναι άρρηκτα συναρτημένος με την επιβολή αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, ώστε να παύσει η πολιτική να συνιστά έρμαιο ανεξέλεγκτων αγορών.
Σε ένα άλλο επίπεδο, οι επαναλαμβανόμενες διαβουλεύσεις μεταξύ της τρόικας και της ελληνικής κυβέρνησης εμπεριέχουν κατ’ ουσίαν δύο παράλληλες διαπραγματευτικές αρένες: από τη μία πλευρά ανάμεσα στον τεχνοκράτη πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των δύο κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση και, από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις που εκπροσωπούνται στο εσωτερικό των κομμάτων αυτών, με διαρκή αναφορά και αποφασιστικό κριτήριο τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, όχι όμως μια ουσιαστική, δημοκρατική διαδικασία εσωκομματικής διαβούλευσης.
Την ίδια στιγμή, λαμβάνει χώρα η σκληρότερη διαπραγμάτευση των τελευταίων δεκαετιών μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και αμφοτέρων αυτών με την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, στο θέατρο των διαπραγματεύσεων έχουν επιστρατευθεί, αυτόκλητοι ή κατόπιν «προσκλήσεως», ομολογιούχοι, απολυμένοι, νεόπτωχοι, αγανακτισμένοι, «νοικοκυραίοι», άστεγοι, ευρωπαϊστές, αντιμνημονιακοί, λαϊκιστές και μεταρρυθμιστές, σε ένα υπερθέαμα που προβάλλεται ζωντανά κάθε μέρα και όπου σε όλους ανεξαιρέτως ανήκει, θέλοντας και μη, ένας ρόλος. Και όμως, από την κοσμογονική αυτή διεργασία απουσιάζουν στην πραγματικότητα εκείνοι που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον θα έπρεπε να έχουν τον τελευταίο λόγο, δηλαδή εκείνα ακριβώς τα συλλογικά υποκείμενα που νομιμοποιούνται με βάση τις αρχές της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Απουσιάζουν για άλλη μια φορά οι ευρωπαϊκοί λαοί από τον μεγάλο ανασχεδιασμό του ενωσιακού οικοδομήματος, που πραγματοποιείται στους διαδρόμους του Διευθυντηρίου, απουσιάζει ο «κυρίαρχος» ελληνικός λαός από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που θα καθορίσουν, αμετάκλητα ίσως, το μέλλον του τις επόμενες δεκαετίες. Ακόμη και η συνταγματική νομοθέτηση εμφανίζεται να υπαγορεύεται στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων.
Σε σημαντικό βαθμό αυτές οι απουσίες οφείλονται στο γεγονός ότι τόσο τα ευρωπαϊκά κόμματα όσο και τα ελληνικά δεν αποτελούν παρά ένα αδειανό κέλυφος, χωρίς να έχουν συγκροτηθεί εναλλακτικές μορφές αντιπροσώπευσης. Ζητούμενο παραμένει, λοιπόν, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής, τόσο στο επίπεδο του κράτους-έθνους και της ευρωπαϊκής συμπολιτείας όσο και σε επίπεδο οργάνωσης θεσμών παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής είναι άρρηκτα συναρτημένος με την επιβολή αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, ώστε να παύσει η πολιτική να συνιστά έρμαιο ανεξέλεγκτων αγορών.