Τα Νέα, 18/11/2020
Εν μέσω πανδημίας, με τους νεκρούς να πληθαίνουν και το σύστημα υγείας να δοκιμάζεται, είναι κρίσιμο ότι ο δημόσιος διάλογος και η κοινωνία πολιτών στρέφονται επίμονα προς την αναζήτηση των συνταγματικών εγγυήσεων ως προς τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία της δημόσιας υγείας. Πρόκειται για αναγκαία αντανακλαστικά μπροστά στον κίνδυνο που ενδημεί σε κάθε έκτακτη συνθήκη, ακόμη και σε χώρες με πανίσχυρους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς, το αίτημα για αποτελεσματικότητα κατά τη διαχείριση της κρίσης να οδηγήσει σε υπέρμετρη συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Αυτό, άλλωστε, ήταν και το μήνυμα που εξέπεμψε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με Ψήφισμά του την περασμένη εβδομάδα.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, εξίσου κρίσιμο είναι αυτός ο διάλογος για τα όρια των περιορισμών των δικαιωμάτων να μην καταλήγει σε μείζονες πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις, τη στιγμή που η συνεργασία για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης κρίνεται πιο αναγκαία παρά ποτέ, ούτε να αμφισβητούνται στοιχειώδεις υποδείξεις της ιατρικής επιστήμης. Υπό αυτή την έννοια, μοιάζει παράδοξο ότι η συζήτηση για τις εκδηλώσεις τιμής στην επέτειο του Πολυτεχνείου μετατράπηκε σε ανοιχτό σεμινάριο συνταγματικού δικαίου, παρ’ όλο που η συντριπτική πλειονότητα των αντιπαρατιθέμενων συμφωνεί στα βασικά, ότι δηλαδή πρέπει να αποφευχθούν μαζικές πορείες προκειμένου να αποτραπεί η μετάδοση του ιού.
Τρία είναι τα κύρια νομικά ερωτήματα που τέθηκαν: Πρώτον, αν το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ επιτρέπουν τον περιορισμό συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας. Ανεξαρτήτως αν γίνει δεκτό ότι στον όρο «δημόσια ασφάλεια», κατά το άρθρο 11 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται και η δημόσια υγεία, οι περιορισμοί του δικαιώματος συνάθροισης είναι επιτρεπτοί με βάση τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για την υγεία. Άρα η απάντηση είναι καταφατική, εφόσον τηρούνται συγκεκριμένες συνταγματικές προϋποθέσεις και διαδικαστικά βήματα.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά το νομοθετικό πλαίσιο που εξειδικεύει αυτές τις συνταγματικές προϋποθέσεις. Η απάντηση είναι ότι υφίσταται η δυνατότητα να εφαρμοστεί είτε ο πρόσφατος νόμος περί συναθροίσεων είτε η ειδική νομοθετική ρύθμιση με την οποία κυρώθηκε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου που προβλέπει ενόψει της πανδημίας την αρμοδιότητα του αρχηγού της ΕΛΑΣ, μετά από γνώμη της Επιτροπής Λοιμοξιολόγων, να επιβάλει τον περιορισμό συναθροίσεων. Αυτή η (αμφιλεγόμενη) εξουσιοδότηση προς την Αστυνομία δεν είναι κατά το Σύνταγμα απροϋπόθετη, αλλά συναρτάται με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, τον σεβασμό του πυρήνα του δικαιώματος συνάθροισης και την επαρκή αιτιολόγηση των περιορισμών.
Το τρίτο ερώτημα αφορά ακριβώς αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις αυτές στην απόφαση της ΕΛΑΣ. Η επίμαχη απαγόρευση αποτελεί ένα εξαιρετικό μέτρο, που πρέπει να έχει περιορισμένη διάρκεια και να αξιολογείται εκ των προτέρων ο αντίκτυπός του. Εν προκειμένω τέθηκαν ερωτηματικά ιδίως σε σχέση με την έκταση, την ένταση και την επαρκή αιτιολόγηση των περιορισμών, όπως επί παραδείγματι ο ανώτατος αριθμός των 4 προσώπων.
Αυτό που επιτάσσουν η ιατρική επιστήμη και η κοινή λογική θα αρκούσε να είναι ορθολογικότερα διαρθρωμένο και πληρέστερα τεκμηριωμένο, ώστε να μην ανακύψουν ζητήματα συνταγματικότητας ενός περιορισμού που επί της ουσίας δεν αμφισβητείται από καμία πλευρά. Όμως οι αντιρρήσεις δεν είναι περί όνου σκιάς. Αντίθετα επιβεβαιώνεται ότι η τήρηση των συνταγματικών επιταγών ακόμη και (ή μήπως κατεξοχήν;) υπό ακραίες συνθήκες δεν αποτελεί περιττή πολυτέλεια αλλά, εκτός των άλλων, όρο για τη διασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης. Η δημόσια διοίκηση όφειλε να θεμελιώσει ορθά τον αναγκαίο περιορισμό. Όμως οι φωνές περί «χούντας» αμαυρώνουν την επέτειο. Ζητείται αυτοσυγκράτηση, αυτοκριτική και χαμηλότεροι τόνοι.