ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΑ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 26/02/2008

Πριν από μερικά χρόνια ο Ιταλός φιλόσοφος Umberto Eco, απαντώντας στο ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος του Κοινοβουλίου, σημείωνε με κάπως ειρωνική διάθεση ότι πρέπει να αντικατοπτρίζει όλες τις τάσεις, τις απόψεις, τις επιθυμίες, τις απαιτήσεις κάθε μέλους της κοινωνίας, άρα, γράφει ο Eco, ότι αποτελεί εξίσου χώρο έκφρασης των κερδοσκόπων, των διεφθαρμένων, των φοροφυγάδων, των εμπρηστών και των κάθε λογής προσώπων με παραβατική συμπεριφορά που συναντάει κανείς στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Κατά τον Eco αποτελεί καθαρή αφέλεια να υποστηρίζεται ότι στη Βουλή, αλλά και ευρύτερα στα όργανα της πολιτείας, αναδεικνύονται μόνον «τίμιοι» άνθρωποι. Είναι όμως τελικά αυτός ο λόγος για τα αυξανόμενα κρούσματα διαφθοράς στον δημόσιο τομέα; Οφείλουμε, με βάση αυτή την αντίληψη, να θεωρήσουμε ως φυσικό επακόλουθο ότι ένας αριθμός κρατικών αξιωματούχων διαθέτει μειωμένες αντιστάσεις απέναντι στις Σειρήνες της εξουσίας, του εύκολου πλουτισμού και της διαφθοράς;
Εάν δεχτούμε ότι η διαφθορά στο κράτος και στην οικονομία δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση της διαφθοράς της κοινωνίας και των μελών της, τότε όλη η συζήτηση μεταφέρεται κατ ανάγκην στο επίπεδο της ηθικολογίας. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, κρατικοί αξιωματούχοι χρηματίζονται ή χρησιμοποιούν δημόσιους πόρους για να εξυπηρετήσουν προσωπικά και κομματικά οφέλη, επειδή απλώς είναι αναπόφευκτο ένα ποσοστό αυτών να αποτελείται από ανέντιμα πρόσωπα. Αρα, τελικά, η ευθύνη για τα φαινόμενα διαφθοράς δεν είναι δημόσια ευθύνη, δεν οδηγεί σε πολιτικές ευθύνες, αλλά συνιστά ευθύνη ατομική.
Τέτοιου τύπου αντιλήψεις δεν συσκοτίζουν μόνο το πρόβλημα, αλλά ιδίως δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή του. Η διαφθορά δεν οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι μεμονωμένοι πολιτικοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή δικαστές τυγχάνει να διαθέτουν περιορισμένες ηθικές αντιστάσεις, ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται με ηθικολογικές παραινέσεις και, τελικά, με προσφυγή στην ποινική Δικαιοσύνη. Τα φαινόμενα διαφθοράς είναι πολύ πιο σύνθετα, συναρτώνται με συγκεκριμένες δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με απαρχαιωμένα μοντέλα οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, με την πολυνομία και την ανορθολογική κατανομή αρμοδιοτήτων, με την υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των ανεξάρτητων Αρχών και των ελεγκτικών μηχανισμών, με την κομματοκρατία, την αναξιοκρατία, την παγίωση μιας νοσηρής διοικητικής κουλτούρας και με πολλά άλλα.
Οι ηθικές σταυροφορίες, οι εντυπωσιακές προσαγωγές και η μεταβίβαση του βάρους σε επίπεδο ατομικών ευθυνών δεν πρόκειται ασφαλώς να προσφέρουν λύσεις. Η ευθύνη είναι συλλογική, ανήκει στην πολιτεία και πρωτίστως στην πολιτική τάξη, που αντί να προχωρήσει σε γενναίες θεσμικές παρεμβάσεις, αναλώνεται σε μικροκομματικές αντεγκλήσεις, χωρίς άλλο αντίκρισμα εκτός από την περαιτέρω απαξίωση της πολιτικής. Πριν από 15 χρόνια στην Ιταλία χρειάστηκε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» για να αποκαλυφθεί πόσο η διαφθορά είχε διαποτίσει όλα τα πεδία της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης.
Ας ελπίσουμε ότι κάτι παρόμοιο δεν θα απαιτηθεί στη χώρα μας, διότι το κόστος μιας τέτοιας εκ θεμελίων «κάθαρσης» αφήνει εντέλει βαριά ίχνη, ακόμα ορατά στη γείτονα χώρα.