Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 22/6/2010
Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, που εισάγονται με το προεδρικό διάταγμα του υπ. Εργασίας, αποτελούν ζήτημα διαφορετικής τάξεως από τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Κι όμως, το γεγονός ότι τα δύο πεδία ρύθμισης ανήκουν στην αρμοδιότητα του ίδιου υπουργείου και προωθούνται την ίδια χρονική περίοδο έχει οδηγήσει πολλούς σχολιαστές να ασκούν μια σωρευτική αρνητική κριτική, που δεν διευκολύνει την κατανόηση και την ψύχραιμη αντιμετώπιση των δύο συγγενών μεν, αλλά σαφώς διακριτών παρεμβάσεων. Τέτοιου τύπου «συνολικές» προσεγγίσεις κατά κανόνα εμφορούνται από μια λαϊκίστικη, ισοπεδωτική ρητορεία, που δεν προάγει τον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο.
Ποιες είναι, πολύ συνοπτικά, ορισμένες κρίσιμες διαφορές στη διαδικασία και την ουσία των δυο μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών: όσον αφορά το Ασφαλιστικό, οι αλλαγές αποτυπώθηκαν σε νομοσχέδιο που θα συζητηθεί και θα τεθεί σε ψηφοφορία στη Βουλή, αφού προηγήθηκε πολύμηνος διάλογος και εντατικές συνεδριάσεις μιας Επιτροπής αποτελούμενης από εκπροσώπους συνδικαλιστικών φορέων και έμπειρους τεχνοκράτες «υπεράνω υποψίας». Όσο και αν για επιμέρους ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για το Ασφαλιστικό προβάλλονται εύλογες αντιρρήσεις ή εναλλακτικές εκδοχές, ωστόσο κραυγαλέα ζητήματα συμβατότητας του νομοθετήματος προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο δεν εντοπίζονται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Τίποτα από τα προηγούμενα δεν ισχύει ως προς το διάταγμα για τις εργασιακές σχέσεις, που βασίζεται σε μια αμφίβολης συνταγματικότητας νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον υπουργό Εργασίας, χωρίς να τίθενται με σαφήνεια από τη Βουλή συγκεκριμένες κατευθύνσεις και όρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας παρέμεινε, χωρίς δική του ευθύνη, εκτεθειμένος. Ακόμη πιο σημαντικά ερωτήματα ανακύπτουν όσον αφορά το περιεχόμενο του διατάγματος, με το οποίο κατ’ ουσίαν καταργείται ο θεσμός της διαιτησίας στο πλαίσιο της σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και δυναμιτίζεται η διασφάλιση ενός κατώτατου ορίου αποδοχών, αφού καταλύεται η θεμελιώδης αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Η παρέμβαση του κράτους σε πεδία που αποτελούν αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης, αλλά και η θεσμική αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ανατρέπουν απρόσβλητα χαρακτηριστικά του δικαιώματος στην εργασία και στη συλλογική αυτονομία και επανακαθορίζουν το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων κατά τρόπο αντίθετο στο Σύνταγμα και σε Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας. Πέρα από αυτά, η ενίσχυση της ευελιξίας στην εργασία καταλείπει απροστάτευτους τους εργαζόμενους, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής προστασίας των ανέργων και επανένταξής τους στην αγορά εργασίας, αντίστοιχα με εκείνα που προβλέπονται στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Το εγχείρημα διάσωσης και εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από τα επιμέρους σημεία που επιδέχονται κριτικής, θα μπορούσε να συμβαδίζει με μια εξίσου προσεκτική επεξεργασία της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Η επίκληση του Μνημονίου δεν αρκεί για να παρακαμφθεί η προστασία της εργασίας. Η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν θα εισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά στην κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής.
Ποιες είναι, πολύ συνοπτικά, ορισμένες κρίσιμες διαφορές στη διαδικασία και την ουσία των δυο μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών: όσον αφορά το Ασφαλιστικό, οι αλλαγές αποτυπώθηκαν σε νομοσχέδιο που θα συζητηθεί και θα τεθεί σε ψηφοφορία στη Βουλή, αφού προηγήθηκε πολύμηνος διάλογος και εντατικές συνεδριάσεις μιας Επιτροπής αποτελούμενης από εκπροσώπους συνδικαλιστικών φορέων και έμπειρους τεχνοκράτες «υπεράνω υποψίας». Όσο και αν για επιμέρους ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για το Ασφαλιστικό προβάλλονται εύλογες αντιρρήσεις ή εναλλακτικές εκδοχές, ωστόσο κραυγαλέα ζητήματα συμβατότητας του νομοθετήματος προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο δεν εντοπίζονται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Τίποτα από τα προηγούμενα δεν ισχύει ως προς το διάταγμα για τις εργασιακές σχέσεις, που βασίζεται σε μια αμφίβολης συνταγματικότητας νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον υπουργό Εργασίας, χωρίς να τίθενται με σαφήνεια από τη Βουλή συγκεκριμένες κατευθύνσεις και όρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας παρέμεινε, χωρίς δική του ευθύνη, εκτεθειμένος. Ακόμη πιο σημαντικά ερωτήματα ανακύπτουν όσον αφορά το περιεχόμενο του διατάγματος, με το οποίο κατ’ ουσίαν καταργείται ο θεσμός της διαιτησίας στο πλαίσιο της σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και δυναμιτίζεται η διασφάλιση ενός κατώτατου ορίου αποδοχών, αφού καταλύεται η θεμελιώδης αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Η παρέμβαση του κράτους σε πεδία που αποτελούν αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης, αλλά και η θεσμική αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ανατρέπουν απρόσβλητα χαρακτηριστικά του δικαιώματος στην εργασία και στη συλλογική αυτονομία και επανακαθορίζουν το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων κατά τρόπο αντίθετο στο Σύνταγμα και σε Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας. Πέρα από αυτά, η ενίσχυση της ευελιξίας στην εργασία καταλείπει απροστάτευτους τους εργαζόμενους, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής προστασίας των ανέργων και επανένταξής τους στην αγορά εργασίας, αντίστοιχα με εκείνα που προβλέπονται στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Το εγχείρημα διάσωσης και εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από τα επιμέρους σημεία που επιδέχονται κριτικής, θα μπορούσε να συμβαδίζει με μια εξίσου προσεκτική επεξεργασία της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Η επίκληση του Μνημονίου δεν αρκεί για να παρακαμφθεί η προστασία της εργασίας. Η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν θα εισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά στην κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής.