Πρώτο Θέμα, 02/06/19
Οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στη χώρα μας, παρά την ισχνή τους βελτίωση τα τελευταία χρόνια, παραμένουν από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ορθολογικότερου και αποτελεσματικότερου σχεδιασμού των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Η ιστορική εμπειρία αλλά και οι τάσεις που καταγράφονται αποδεικνύουν ότι η ακραία ανεργία, η διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων και η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής συνεπάγονται την αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών θεσμών και την ενίσχυση των πολιτικών άκρων. Θεμέλιο της δημοκρατικής ομαλότητας αποτελεί η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η διάλυση της κοινωνικής συνοχής συμπαρασύρει τις μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις, συνοδευόμενη από πολιτική πόλωση και αστάθεια.
Η ευκαιριακή καταβολή εφάπαξ ποσών, με δήθεν προνοιακό πρόσημο και δίχως την εξέταση των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού, οδηγεί αναπόδραστα σε μια ατελέσφορη και ανακυκλούμενη προνοιακή πολιτική. Αντικειμενικός σκοπός των δημόσιων πολιτικών κοινωνικής προστασίας δεν είναι όμως ο εγκλωβισμός των κοινωνικών ευάλωτων ομάδων σε μια αναλλοίωτη και δίχως προοπτική κατάσταση, αλλά πρωτίστως η παροχή του αναγκαίου υλικού και ηθικού οπλοστασίου για τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης.
Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αρχικά, και η μετεξέλιξή του, ως κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, αποτέλεσε μια φιλόδοξη προνοιακή παροχή, καθώς στόχευσε στη de facto ενεργοποίηση του ωφελούμενου πληθυσμού και την κοινωνική επανένταξή του. Οι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με την ακραία φτώχεια, πέραν της οικονομικής ενίσχυσης χρειάζονται επιπλέον στήριξη σε δυο επίπεδα: Αφενός στη θωράκιση του μέλλοντος μέσω ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και αφετέρου στην εξασφάλιση του παρόντος με την υγειονομική τους προστασία και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα εκπαίδευσης και οικονομικής διαχείρισης. Η ενεργός συμμετοχή κάθε ανθρώπου στην κοινωνική και οικονομική ζωή, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον εαυτό του και η επιλογή της δράσης αντί της παθητικότητας αποτελούν τον «μισό δρόμο» στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, η οποία πληγώθηκε και αποπροσανατολίστηκε στο οικονομικό περιβάλλον των τελευταίων ετών.
Η περιέλευση ενός ατόμου σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μπορεί να έχει τις ρίζες της σε ποικίλα αίτια. Η άκριτη παροχή ενός χρηματικού ποσού, χωρίς την παράλληλη ουσιαστική ενασχόληση με τον κοινωνικά ευάλωτο πληθυσμό, όχι μόνο δεν επιφέρει τα ανάλογα αποτελέσματα σε σχέση με τους οικονομικούς πόρους που δεσμεύονται, αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερες δαπάνες, δημιουργώντας ένα καθοδικό σπιράλ καθήλωσης στην ακραία φτώχεια και κατ’ επέκταση στον κοινωνικό αποκλεισμό ή στην κοινωνική «περιθωριοποίηση».
Επομένως, μόνοι αξιόπιστοι καθοδηγητές της διαχείρισης των πόρων που καλύπτουν κοινωνικές μεταβιβάσεις είναι το διαυγές αποτέλεσμά τους στην κοινωνία, ο αναπτυξιακός τους αντίκτυπος, η εγκαθίδρυση ενός περιβάλλοντος ίσων ευκαιριών, αλλά και παρεμβάσεις με πραγματικό αναδιανεμητικό αποτέλεσμα. Υπό αυτές τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μπορούν να αναχθούν σε μοχλό κοινωνικής ανέλιξης και να αποτελέσουν μηχανισμό της βελτίωσης του μέσου βιοτικού επιπέδου.
Σε μια γηράσκουσα κοινωνία όπως η ελληνική, η κατάρρευση του εισοδήματος, του επιπέδου απασχόλησης και της υγείας του πληθυσμού προκαλούν αλυσιδωτές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις. Η παρέμβαση της πολιτείας είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ, με επίκεντρο την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, την οικογενειακή υποστήριξη και τη λειτουργία προγραμμάτων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, ιδίως στον τομέα της πρόληψης.