Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 15/6/2010
Κάποτε τα κοινωνικά δικαιώματα ενσωμάτωναν την ελπίδα για μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας προς όφελος των εργαζομένων. Ως προϊόν κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων, τα κοινωνικά δικαιώματα αποτύπωσαν σε όλα τα σύγχρονα Συντάγματα τη «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας και την επικράτηση, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ενός μοντέλου ελεύθερης οικονομίας με κοινωνικό πρόσωπο. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η επιστήμη όσο και η νομολογία των δικαστηρίων στις περισσότερες χώρες της λεγόμενης «παλαιάς Ευρώπης», δηλαδή των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από τη διεύρυνσή της, αναγνώρισαν την κανονιστική δύναμη των κοινωνικών δικαιωμάτων και ανέδειξαν σημαντικές όψεις της επενέργειάς τους στην άσκηση των κρατικών πολιτικών.
Ακόμη και την περίοδο κρίσης του κράτους πρόνοιας και ενδυνάμωσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η νομική δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων και η λειτουργία τους ως εγγύησης βασικών κοινωνικών κατακτήσεων δεν αμφισβητήθηκε. Αποτέλεσαν μια κόκκινη γραμμή, την οποία οι κρατικές εξουσίες είχαν επίγνωση ότι δεν διαθέτουν την ευχέρεια να υπερβούν. Έστω, λοιπόν, και αν η μετασχηματιστική δυναμική των κοινωνικών δικαιωμάτων απώλεσε την αρχική της ένταση, αφού πλέον ουδείς τολμάει να μιλήσει για πλήρη απασχόληση και διασφάλιση υψηλού βιοτικού επιπέδου σε όλους τους πολίτες, παρ’ όλα αυτά η σταθεροποιητική-εγγυητική τους διάσταση δεν τέθηκε εν αμφιβόλω. Παρέμειναν αδιαπραγμάτευτοι νομικοί κανόνες με αυξημένη τυπική δύναμη που το κράτος οφείλει να σέβεται, ανεξάρτητα από τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Πρόσφατα δείγματα της δύναμης αυτής των κοινωνικών δικαιωμάτων υπήρξε η περίφημη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, που έκρινε αντισυνταγματικές τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μείωση επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας, ιδίως όμως η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας, που χαρακτήρισε ως αντίθετες προς το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση τις προβλέψεις οι οποίες υλοποιούσαν το (αντίστοιχο προς το ελληνικό) Μνημόνιο Συνεργασίας που υπέγραψε η λετονική κυβέρνηση με τους διεθνείς δανειστές της. Και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο σεβασμός και η τήρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων επικράτησε των διεθνών συμφωνιών και των πολιτικών επιλογών που επικαλούνταν την οικονομική δυσπραγία.
Δικαστές και συνταγματολόγοι με σθένος και γνώση υπάρχουν και στην Ελλάδα. Αυτό έχει αποδειχθεί σε πολυάριθμες υποθέσεις που αφορούσαν τη συμβατότητα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης εργασιακών ή κοινωνικοασφαλιστικών νομοθετημάτων προς τα συνταγματικά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα. Η ένταξη στον μηχανισμό στήριξης και η δυσμενέστατη δημοσιονομική κατάσταση δεν συνιστούν, όπως ορισμένοι επιχειρούν να προβάλουν, δικαιολογητικούς λόγους για την παραβίαση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η κανονιστική τους δύναμη επιβάλλει σήμερα στην κυβέρνηση να αναζητήσει διαφορετικές πολιτικές για τη μείωση του δημόσιου χρέους, αντί για την ακραία υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων και τον εξευτελισμό των συνταξιούχων. Διαφορετικά, την τελευταία λέξη δεν θα την πουν ίσως μόνον οι δικαστές, αλλά και η εξεγερμένη κοινωνία.
Ακόμη και την περίοδο κρίσης του κράτους πρόνοιας και ενδυνάμωσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η νομική δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων και η λειτουργία τους ως εγγύησης βασικών κοινωνικών κατακτήσεων δεν αμφισβητήθηκε. Αποτέλεσαν μια κόκκινη γραμμή, την οποία οι κρατικές εξουσίες είχαν επίγνωση ότι δεν διαθέτουν την ευχέρεια να υπερβούν. Έστω, λοιπόν, και αν η μετασχηματιστική δυναμική των κοινωνικών δικαιωμάτων απώλεσε την αρχική της ένταση, αφού πλέον ουδείς τολμάει να μιλήσει για πλήρη απασχόληση και διασφάλιση υψηλού βιοτικού επιπέδου σε όλους τους πολίτες, παρ’ όλα αυτά η σταθεροποιητική-εγγυητική τους διάσταση δεν τέθηκε εν αμφιβόλω. Παρέμειναν αδιαπραγμάτευτοι νομικοί κανόνες με αυξημένη τυπική δύναμη που το κράτος οφείλει να σέβεται, ανεξάρτητα από τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Πρόσφατα δείγματα της δύναμης αυτής των κοινωνικών δικαιωμάτων υπήρξε η περίφημη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, που έκρινε αντισυνταγματικές τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μείωση επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας, ιδίως όμως η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας, που χαρακτήρισε ως αντίθετες προς το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση τις προβλέψεις οι οποίες υλοποιούσαν το (αντίστοιχο προς το ελληνικό) Μνημόνιο Συνεργασίας που υπέγραψε η λετονική κυβέρνηση με τους διεθνείς δανειστές της. Και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο σεβασμός και η τήρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων επικράτησε των διεθνών συμφωνιών και των πολιτικών επιλογών που επικαλούνταν την οικονομική δυσπραγία.
Δικαστές και συνταγματολόγοι με σθένος και γνώση υπάρχουν και στην Ελλάδα. Αυτό έχει αποδειχθεί σε πολυάριθμες υποθέσεις που αφορούσαν τη συμβατότητα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης εργασιακών ή κοινωνικοασφαλιστικών νομοθετημάτων προς τα συνταγματικά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα. Η ένταξη στον μηχανισμό στήριξης και η δυσμενέστατη δημοσιονομική κατάσταση δεν συνιστούν, όπως ορισμένοι επιχειρούν να προβάλουν, δικαιολογητικούς λόγους για την παραβίαση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η κανονιστική τους δύναμη επιβάλλει σήμερα στην κυβέρνηση να αναζητήσει διαφορετικές πολιτικές για τη μείωση του δημόσιου χρέους, αντί για την ακραία υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων και τον εξευτελισμό των συνταξιούχων. Διαφορετικά, την τελευταία λέξη δεν θα την πουν ίσως μόνον οι δικαστές, αλλά και η εξεγερμένη κοινωνία.