Εφημερίδα “Έθνος”, 30.5.2017
Υστερα από επτά χρόνια Μνημονίων μπορούν να συναχθούν ορισμένα συμπεράσματα για τη λειτουργία των θεσμών, η οποία είτε συνέβαλε στην εκδήλωση της κρίσης, είτε δεν διευκόλυνε την υπέρβασή της, είτε δοκιμάστηκε υπό έκτακτες συνθήκες, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες τους. Οταν όλες οι χώρες που υπέγραψαν Μνημόνια πέτυχαν την έξοδό τους από αυτά, με τελευταία την Πορτογαλία, όπου το γεγονός πανηγυρίστηκε δεόντως, η Ελλάδα επιβεβαιώθηκε δυστυχώς ότι συνιστά μια εξαιρετική περίπτωση, καθώς αντί να εξέλθει από τα Μνημόνια, θεσμοθέτησε νέα μέτρα με μεταγενέστερο χρόνο εφαρμογής.
Τελικός κριτής της συμβατότητας των Μνημονίων και των περιοριστικών μέτρων με το Σύνταγμα είναι τα δικαστήρια. Το έργο που κλήθηκαν να επιτελέσουν οι δικαστές ήταν σύνθετο και δύσβατο. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, την περίοδο 2011-2012, η ελληνική Δικαιοσύνη -πρωτίστως το Συμβούλιο της Επικρατείας- έκρινε ως αντισυνταγματικό έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό νομοθετημάτων. Ωστόσο, παρά τα ισχυρά στοιχεία συγκεντρωτικού ελέγχου που έχουν εισαχθεί στο ελληνικό σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αποδείχθηκε ότι το ισχύον σύστημα είναι ανεπαρκές και ατελέσφορο.
Κατ’ αρχάς είναι ανεπαρκές, επειδή ο δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει τη διαδικασία παραγωγής των νόμων. Η κατάχρηση της κατεπείγουσας νομοθέτησης, η κατά κόρον συμπερίληψη διατάξεων άσχετων προς το κυρίως θέμα νομοσχεδίων, οι εκατοντάδες βουλευτικές τροπολογίες, οι αδικαιολόγητες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι δεκάδες σελίδες ρυθμίσεων ενταγμένων σε ένα μόνο άρθρο αποτελούν ένα δείγμα των τερατωδιών που διέπραξε ο νομοθέτης. Η αναρμοδιότητα των δικαστηρίων να υπεισέλθουν σε έλεγχο συνταγματικότητας με βάση τις οργανωτικές διατάξεις του Συντάγματος συνιστά, λοιπόν, ένα σημαντικό έλλειμμα του δικαστικού ελέγχου.
Ωστόσο, το σοβαρότερο πρόβλημα αποτελεί ο διαπιστωτικός χαρακτήρας της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας. Τα δικαστήρια δεν έχουν, δηλαδή, την αρμοδιότητα να εξαφανίσουν την αντισυνταγματική διάταξη. Ετσι, σε πλήθος περιπτώσεων ο νομοθέτης και η διοίκηση αγνόησαν τις δικαστικές αποφάσεις, διαβρώνοντας την αξιοπιστία των δικαιοκρατικών θεσμών. Η μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις από τον νομοθέτη και τη διοίκηση συνιστά περιφρόνηση του ανώτατου δικαστή και παραπέμπει σε τριτοκοσμικά κράτη.