Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 1/12/2009
Τις τελευταίες εβδομάδες διαδραματίζεται μια απεγνωσμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει το δημόσιο έλλειμμα και να αναθερμάνει την οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό επιχορηγήσεις, επιδόματα και αμοιβές για συμμετοχές σε διοικητικά συμβούλια και επιτροπές περικόπτονται, μισθοί και συντάξεις πάνω από ένα ύψος παγώνουν ή μειώνονται, οι στρατιωτικές δαπάνες συρρικνώνονται και η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης τίθεται σε άμεση προτεραιότητα. Ταυτόχρονα εξαγγέλλεται ότι επιτέλους θα αξιοποιηθούν οι κοινοτικοί πόροι του ΕΣΠΑ για την προώθηση επενδύσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Πράγματι, θεωρείται αξιοπερίεργο πώς η προηγούμενη κυβέρνηση «κατόρθωσε» την περίοδο 2007-2009 να απορροφήσει κοινοτικούς πόρους σε ποσοστό μόλις 3% επί του συνόλου του ΕΣΠΑ 2007-2013, τη στιγμή που η οικονομία είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση. Κατ’ ουσίαν η συγκεκριμένη επίδοση αποτελεί απτό δείγμα της παντελούς διοικητικής-οργανωτικής αναποτελεσματικότητας και της αδυναμίας της προηγούμενης κυβέρνησης να προωθήσει την αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, δηλαδή του σημαντικότερου εργαλείου που διαθέτει η χώρα για την αναθέρμανση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Ωστόσο, η μείωση των δημόσιων δαπανών και η αξιοποίηση του ΕΣΠΑ δεν επαρκούν. Κρίσιμο είναι παράλληλα να προχωρήσει η αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού και να περιοριστούν οι περιττές δαπάνες που προκαλεί η γραφειοκρατία, ιδίως οι περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες στις συναλλαγές του πολίτη και του επιχειρηματία με τη Δημόσια Διοίκηση. Σύμφωνα με μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, η εξοικονόμηση πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να ανέρχεται σε περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως, αφού σήμερα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζονται οι χιλιάδες χαμένες εργατοώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό του κόστους της γραφειοκρατίας στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 3,5% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ αυτών, με σημαντικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατικής σπατάλης προϋποθέτει ευρείες αναδιαρθρώσεις δημόσιων υπηρεσιών, κατάργηση άχρηστων υποχρεώσεων πληροφόρησης, απλούστευση και βελτίωση της νομοθεσίας, μετακινήσεις προσωπικού, εξορθολογισμό των μορφών παρέμβασης του κράτους στην ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων που θίγονται αμεσότερα, αλλά και διαρκή αξιολόγηση του έργου της Δημόσιας Διοίκησης. Αφετηρία μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας αποτελεί η καταγραφή του οικονομικού κόστους που προκαλούν άστοχες νομοθετικές ρυθμίσεις και διοικητικές αγκυλώσεις, αποτίμηση της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κατάργηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που κρίνονται περιττές.
Δεν αρκεί, συνεπώς, η αξιοποίηση των «παγωμένων» κοινοτικών κονδυλίων, ούτε οι περικοπές σε αμοιβές και επιδόματα για να τονωθεί η αγορά και να τιθασευθούν τα ελλείμματα. Τη σημαντικότερη κυβερνητική πρωτοβουλία θα πρέπει να αποτελέσει, τελικά, η μεταμόρφωση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, που λειτουργεί σε ποικίλους τομείς ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, παράγοντας περιττά διοικητικά βάρη και απασχολώντας χιλιάδες υπαλλήλους σε αντιπαραγωγικές και κοστοβόρες διαδικασίες. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο, η ανάταξη της οικονομίας συνδέεται σήμερα επιτακτικά με τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, με γνώμονα μια νέα αντίληψη για τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας πολιτών.
Πράγματι, θεωρείται αξιοπερίεργο πώς η προηγούμενη κυβέρνηση «κατόρθωσε» την περίοδο 2007-2009 να απορροφήσει κοινοτικούς πόρους σε ποσοστό μόλις 3% επί του συνόλου του ΕΣΠΑ 2007-2013, τη στιγμή που η οικονομία είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση. Κατ’ ουσίαν η συγκεκριμένη επίδοση αποτελεί απτό δείγμα της παντελούς διοικητικής-οργανωτικής αναποτελεσματικότητας και της αδυναμίας της προηγούμενης κυβέρνησης να προωθήσει την αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, δηλαδή του σημαντικότερου εργαλείου που διαθέτει η χώρα για την αναθέρμανση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Ωστόσο, η μείωση των δημόσιων δαπανών και η αξιοποίηση του ΕΣΠΑ δεν επαρκούν. Κρίσιμο είναι παράλληλα να προχωρήσει η αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού και να περιοριστούν οι περιττές δαπάνες που προκαλεί η γραφειοκρατία, ιδίως οι περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες στις συναλλαγές του πολίτη και του επιχειρηματία με τη Δημόσια Διοίκηση. Σύμφωνα με μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, η εξοικονόμηση πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να ανέρχεται σε περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως, αφού σήμερα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζονται οι χιλιάδες χαμένες εργατοώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό του κόστους της γραφειοκρατίας στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 3,5% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ αυτών, με σημαντικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατικής σπατάλης προϋποθέτει ευρείες αναδιαρθρώσεις δημόσιων υπηρεσιών, κατάργηση άχρηστων υποχρεώσεων πληροφόρησης, απλούστευση και βελτίωση της νομοθεσίας, μετακινήσεις προσωπικού, εξορθολογισμό των μορφών παρέμβασης του κράτους στην ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων που θίγονται αμεσότερα, αλλά και διαρκή αξιολόγηση του έργου της Δημόσιας Διοίκησης. Αφετηρία μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας αποτελεί η καταγραφή του οικονομικού κόστους που προκαλούν άστοχες νομοθετικές ρυθμίσεις και διοικητικές αγκυλώσεις, αποτίμηση της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κατάργηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που κρίνονται περιττές.
Δεν αρκεί, συνεπώς, η αξιοποίηση των «παγωμένων» κοινοτικών κονδυλίων, ούτε οι περικοπές σε αμοιβές και επιδόματα για να τονωθεί η αγορά και να τιθασευθούν τα ελλείμματα. Τη σημαντικότερη κυβερνητική πρωτοβουλία θα πρέπει να αποτελέσει, τελικά, η μεταμόρφωση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, που λειτουργεί σε ποικίλους τομείς ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, παράγοντας περιττά διοικητικά βάρη και απασχολώντας χιλιάδες υπαλλήλους σε αντιπαραγωγικές και κοστοβόρες διαδικασίες. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο, η ανάταξη της οικονομίας συνδέεται σήμερα επιτακτικά με τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, με γνώμονα μια νέα αντίληψη για τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας πολιτών.