Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 20/12/2011
Στις 2 Δεκεμβρίου δικάστηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου για την ιθαγένεια και την ψήφο των μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Είχε προηγηθεί η απόφαση του Δ’ Τμήματος του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, που έκρινε τον νόμο αντισυνταγματικό με ένα σκεπτικό που σχεδόν ομόφωνα η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων θεώρησε λανθασμένο και αστήρικτο. Αναμένοντας την απόφαση της Ολομέλειας, η οποία εκτιμάται ότι θα προκύψει με οριακή πλειοψηφία υπέρ της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης, είναι κρίσιμο να επιχειρηθεί μια ευρύτερη αποτίμηση των πολιτικών παραμέτρων της σχετικής συζήτησης.
Από τον Μάρτιο του 2010 που υπερψηφίστηκε στη Bουλή ο επίμαχος νόμος μεσολάβησαν τόσα, ώστε είναι σαν να ζούμε πλέον σε μια άλλη χώρα. Πρώτα ήρθε το Μνημόνιο, μετά απογειώθηκε η οικονομική ύφεση και ξεκίνησε η κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Καθώς η κοινωνία μαστίζονταν από την ανεργία και την ανασφάλεια, οι μετανάστες «τουλάχιστον όσοι προέρχονται από χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης» άρχισαν να αποχωρούν. Ταυτόχρονα τα δελτία των 8 εξαπέλυαν ατέλειωτες ώρες τρομοκρατικών ειδήσεων για συμμορίες μεταναστών που ληστεύουν, βιάζουν και σκοτώνουν. Τον Νοέμβριο σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή των «εχθρών των μεταναστών», κάτι που πριν από λίγους μήνες θα θεωρούνταν ιδεολογικοπολιτικά βλάσφημο και αδιανόητο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη πολιτική προτεραιότητα που έθεσε ο ΛΑΟΣ, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ήταν η κατάργηση του νέου νόμου για την ιθαγένεια. Πρόκειται για το πεδίο, όπου, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, καταγράφεται το ιδεολογικό στίγμα της Ακροδεξιάς. Η διατύπωση της θέσης αυτής από ένα κόμμα που μετέχει σε κυβέρνηση η οποία διεκδικεί χαρακτηριστικά «εθνικής συνεργασίας» αποτελεί εντελώς διαφορετικής θεσμικής και πολιτικής ποιότητας, γεγονός από το να εκφράζεται από ένα ακροδεξιό κόμμα στο Κοινοβούλιο, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από ενάμιση μήνα. Ωστόσο, ακόμη πιο αβυσσαλέα είναι η απόσταση που χωρίζει την έκφραση οποιασδήποτε κομματικής θέσης από μια δικαστική απόφαση, με την οποία το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο θα κηρύσσει τον νόμο αντισυνταγματικό. Στην πρώτη περίπτωση απλώς υποστηρίζεται μια ακροδεξιά πολιτική από ένα ακροδεξιό κόμμα. Στη δεύτερη περίπτωση τίθεται πρακτικά εκτός έννομης τάξης, κατ΄ επίκληση του Συντάγματος, η εκπεφρασμένη βούληση του Κοινοβουλίου.
Το πολιτικό σύστημα, η δικαστική εξουσία και η ελληνική κοινωνία έχουν πραγματοποιήσει τους τελευταίους μήνες μια επικίνδυνη ακροδεξιά στροφή. Μπορεί η Αριστερά να εμφανίζεται ενισχυμένη στις δημοσκοπήσεις, αγγίζοντας το πρωτοφανές 40%, όμως έχει απολέσει την ιδεολογική ηγεμονία, γεγονός με σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Για το γεγονός αυτό ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό η κατακερματισμένη Αριστερά και η Κεντροαριστερά. Ωστόσο, εξίσου υπεύθυνη για το ότι η Ακροδεξιά αλώνει συστηματικά το ένα μετά το άλλο τα αξιακά θεμέλια του δημοκρατικού κράτους δικαίου είναι και η Νέα Δημοκρατία, που έχει εγκαταλείψει την πολιτική του μεσαίου χώρου.
Από τον Μάρτιο του 2010 που υπερψηφίστηκε στη Bουλή ο επίμαχος νόμος μεσολάβησαν τόσα, ώστε είναι σαν να ζούμε πλέον σε μια άλλη χώρα. Πρώτα ήρθε το Μνημόνιο, μετά απογειώθηκε η οικονομική ύφεση και ξεκίνησε η κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Καθώς η κοινωνία μαστίζονταν από την ανεργία και την ανασφάλεια, οι μετανάστες «τουλάχιστον όσοι προέρχονται από χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης» άρχισαν να αποχωρούν. Ταυτόχρονα τα δελτία των 8 εξαπέλυαν ατέλειωτες ώρες τρομοκρατικών ειδήσεων για συμμορίες μεταναστών που ληστεύουν, βιάζουν και σκοτώνουν. Τον Νοέμβριο σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή των «εχθρών των μεταναστών», κάτι που πριν από λίγους μήνες θα θεωρούνταν ιδεολογικοπολιτικά βλάσφημο και αδιανόητο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη πολιτική προτεραιότητα που έθεσε ο ΛΑΟΣ, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ήταν η κατάργηση του νέου νόμου για την ιθαγένεια. Πρόκειται για το πεδίο, όπου, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, καταγράφεται το ιδεολογικό στίγμα της Ακροδεξιάς. Η διατύπωση της θέσης αυτής από ένα κόμμα που μετέχει σε κυβέρνηση η οποία διεκδικεί χαρακτηριστικά «εθνικής συνεργασίας» αποτελεί εντελώς διαφορετικής θεσμικής και πολιτικής ποιότητας, γεγονός από το να εκφράζεται από ένα ακροδεξιό κόμμα στο Κοινοβούλιο, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από ενάμιση μήνα. Ωστόσο, ακόμη πιο αβυσσαλέα είναι η απόσταση που χωρίζει την έκφραση οποιασδήποτε κομματικής θέσης από μια δικαστική απόφαση, με την οποία το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο θα κηρύσσει τον νόμο αντισυνταγματικό. Στην πρώτη περίπτωση απλώς υποστηρίζεται μια ακροδεξιά πολιτική από ένα ακροδεξιό κόμμα. Στη δεύτερη περίπτωση τίθεται πρακτικά εκτός έννομης τάξης, κατ΄ επίκληση του Συντάγματος, η εκπεφρασμένη βούληση του Κοινοβουλίου.
Το πολιτικό σύστημα, η δικαστική εξουσία και η ελληνική κοινωνία έχουν πραγματοποιήσει τους τελευταίους μήνες μια επικίνδυνη ακροδεξιά στροφή. Μπορεί η Αριστερά να εμφανίζεται ενισχυμένη στις δημοσκοπήσεις, αγγίζοντας το πρωτοφανές 40%, όμως έχει απολέσει την ιδεολογική ηγεμονία, γεγονός με σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Για το γεγονός αυτό ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό η κατακερματισμένη Αριστερά και η Κεντροαριστερά. Ωστόσο, εξίσου υπεύθυνη για το ότι η Ακροδεξιά αλώνει συστηματικά το ένα μετά το άλλο τα αξιακά θεμέλια του δημοκρατικού κράτους δικαίου είναι και η Νέα Δημοκρατία, που έχει εγκαταλείψει την πολιτική του μεσαίου χώρου.