Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 26/10/2010
Σε δύο μήνες ολοκληρώνεται η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Θα επιχειρηθούν, ασφαλώς, ποικίλες αποτιμήσεις, προγνώσεις, θεωρητικές κατασκευές. Δεν απαιτείται, όμως, ιδιαίτερη τεκμηρίωση για να υποστηριχτεί ότι υπήρξε μία δεκαετία όχι απλώς χαμένη, αλλά καταστροφική, αν μη τι άλλο, για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για την Ελλάδα η δεκαετία του 2000 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Τον Δεκέμβριο του 1999 οριστικοποιήθηκε η ένταξη στην ΟΝΕ, η οικονομία εμφανιζόταν ισχυρή, τα μεγάλα έργα σε πλήρη ανάπτυξη, με αιχμή του δόρατος το Μετρό της Αθήνας, οι επερχόμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες προσέφεραν ένα ιδεολόγημα αίγλης και συλλογικότητας, το Χρηματιστήριο δεν είχε ακόμη καταρρεύσει και το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα διατηρούσε τη δυναμική του.
Και, όμως, δεν πέρασε πολύς χρόνος από τις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000 για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση, μια εποχή αμφισβήτησης κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, σε συνδυασμό με την έκρηξη του νεοσυντηρισμού που βρήκε κατάλληλο πεδίο συσπείρωσης με το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Στον αντίποδα της πρώτης τετραετίας Σημίτη, η περίοδος 2000-2004 κατ’ ουσίαν χαρακτηρίστηκε από μια σταδιακή αποτελμάτωση, την οποία ακολούθησε η ραγδαία οικονομική, διοικητική και ηθική αποσύνθεση της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης. Το κλείσιμο της δεκαετίας βρήκε τη χώρα να παλεύει με τη χρεοκοπία, τα πραγματικά εισοδήματα να καταρρέουν, την επιχειρηματικότητα και τους όρους εργασίας να αποσαθρώνονται υπό το βάρος της διεθνούς οικονομικής επιτήρησης.
Αντίστοιχα, στις αρχές της δεκαετίας η Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανιζόταν πιο ώριμη παρά ποτέ να επιχειρήσει το άλμα προς την εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, με επίκεντρο την επεξεργασία ενός Συντάγματος για την Ευρώπη. Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2000 αποφασίζεται στη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας η περίφημη στρατηγική για την ενίσχυση της απασχόλησης, την οικονομική μεταρρύθμιση και την κοινωνική συνοχή, ώστε να καταστεί η Ευρώπη μέσα σε μία δεκαετία «η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία, βασισμένη στη γνώση, ικανή να προσφέρει βιώσιμη ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και κοινωνική συνοχή». Τι απέμεινε σήμερα από τη στρατηγική της Λισαβόνας, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το κοινωνικό μοντέλο και την πολιτική ενοποίηση; Η διαιρεμένη, εσωστρεφής και οπισθοχωρούσα Ευρώπη αποτελεί πλέον ζητούμενο εάν θα συνεχίσει να υπάρχει ως κάτι περισσότερο από ένας χώρος ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το ενιαίο νόμισμα τελεί υπό διαρκή αμφισβήτηση.
Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα ξεκινάει οσονούπω μέσα σε ορυμαγδό. Η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου παραμένει αδιαμφισβήτητη, παρόλο που σε ιδεολογικό επίπεδο άπαντες σπεύδουν να το απορρίψουν. Η απουσία ηγετών με οραματικό λόγο και πολιτικό σθένος είναι έκδηλη στην Ευρώπη, ενώ εντός των τειχών η πολιτική τάξη έχει καταστεί πιο αναξιόπιστη παρά ποτέ και το μέλλον του πολιτικού συστήματος εμφανίζεται συναρτημένο με τη διαχείριση της χρεοκοπίας. Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι πόσο μακριά θα επεκταθούν οι συνέπειες της καταστροφικής δεκαετίας που τελειώνει.
Και, όμως, δεν πέρασε πολύς χρόνος από τις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000 για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση, μια εποχή αμφισβήτησης κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, σε συνδυασμό με την έκρηξη του νεοσυντηρισμού που βρήκε κατάλληλο πεδίο συσπείρωσης με το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Στον αντίποδα της πρώτης τετραετίας Σημίτη, η περίοδος 2000-2004 κατ’ ουσίαν χαρακτηρίστηκε από μια σταδιακή αποτελμάτωση, την οποία ακολούθησε η ραγδαία οικονομική, διοικητική και ηθική αποσύνθεση της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης. Το κλείσιμο της δεκαετίας βρήκε τη χώρα να παλεύει με τη χρεοκοπία, τα πραγματικά εισοδήματα να καταρρέουν, την επιχειρηματικότητα και τους όρους εργασίας να αποσαθρώνονται υπό το βάρος της διεθνούς οικονομικής επιτήρησης.
Αντίστοιχα, στις αρχές της δεκαετίας η Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανιζόταν πιο ώριμη παρά ποτέ να επιχειρήσει το άλμα προς την εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, με επίκεντρο την επεξεργασία ενός Συντάγματος για την Ευρώπη. Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2000 αποφασίζεται στη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας η περίφημη στρατηγική για την ενίσχυση της απασχόλησης, την οικονομική μεταρρύθμιση και την κοινωνική συνοχή, ώστε να καταστεί η Ευρώπη μέσα σε μία δεκαετία «η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία, βασισμένη στη γνώση, ικανή να προσφέρει βιώσιμη ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και κοινωνική συνοχή». Τι απέμεινε σήμερα από τη στρατηγική της Λισαβόνας, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το κοινωνικό μοντέλο και την πολιτική ενοποίηση; Η διαιρεμένη, εσωστρεφής και οπισθοχωρούσα Ευρώπη αποτελεί πλέον ζητούμενο εάν θα συνεχίσει να υπάρχει ως κάτι περισσότερο από ένας χώρος ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το ενιαίο νόμισμα τελεί υπό διαρκή αμφισβήτηση.
Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα ξεκινάει οσονούπω μέσα σε ορυμαγδό. Η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου παραμένει αδιαμφισβήτητη, παρόλο που σε ιδεολογικό επίπεδο άπαντες σπεύδουν να το απορρίψουν. Η απουσία ηγετών με οραματικό λόγο και πολιτικό σθένος είναι έκδηλη στην Ευρώπη, ενώ εντός των τειχών η πολιτική τάξη έχει καταστεί πιο αναξιόπιστη παρά ποτέ και το μέλλον του πολιτικού συστήματος εμφανίζεται συναρτημένο με τη διαχείριση της χρεοκοπίας. Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι πόσο μακριά θα επεκταθούν οι συνέπειες της καταστροφικής δεκαετίας που τελειώνει.