Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 26/6/2012
Την ώρα που στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή κορυφώνεται η αντιπαράθεση σχετικά με τις κατάλληλες πολιτικές αντιμετώπισης της ύφεσης και της ανεργίας, στην Ελλάδα το στοίχημα αφορά πολύ πιο στοιχειώδη προβλήματα. Ακόμη και αν επικρατήσει τελικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο η θέση των κεϋνσιανών οικονομολόγων και των κεντροαριστερών κομμάτων ότι η λιτότητα είναι αδιέξοδη και απαιτείται επειγόντως στόχευση στην ανάπτυξη, ευρωπαϊκή δημοσιονομική-πολιτική ενοποίηση, μείωση της φορολογίας, αλλά και ενδυνάμωση των μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης, αυτή η στροφή δεν θα σημαίνει για την ελληνική περίπτωση ότι οι παθογένειες της παραγωγικής βάσης και του κράτους θα αμβλυνθούν ή θα τεθούν με λιγότερο επιτακτικό τρόπο.
Ότι η παραγωγική βάση είναι σαθρή και απαιτείται ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο συνιστά κοινό τόπο. Ότι επιβάλλεται αναπροσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας, απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας δεν αμφισβητείται από καμία πλευρά. Ότι η δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από οργανωτικό ανορθολογισμό, αναποτελεσματικότητα, δυσκαμψία και διαφθορά αναγνωρίζεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Ότι η κοινωνική πολιτική παραμένει υποβαθμισμένη παρόλο που οι διατιθέμενοι πόροι είναι υψηλότεροι σε σύγκριση με προηγμένα κράτη πρόνοιας αποτελεί επίσης μια διαπίστωση που δεν έχει αντίλογο. Τέλος, ότι τα βήματα που έγιναν τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια σε όλα τα προηγούμενα πεδία δημόσιας πολιτικής αποδείχθηκαν αποσπασματικά και ανεπαρκή είναι επίσης αναντίρρητο.
Τις κρίσιμες αλλαγές στο κράτος και την οικονομία δεν κατόρθωσαν να προωθήσουν ούτε η εκσυγχρονιστική κυβέρνηση Σημίτη κατά την τελευταία περίοδο άσκησης εξουσίας (2001-2004), ούτε η τότε λαοπρόβλητη και άφθαρτη κυβέρνηση Καραμανλή, ούτε η κυβέρνηση Παπανδρέου του 44%, ούτε βέβαια η μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου. Έτσι, η σώρευση χρόνιων παθογενειών λειτούργησε ως εκρηκτικό μείγμα στο περιβάλλον της διεθνούς χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής κρίσης.
Ωστόσο οι υπέρμετρες, άδικες και ατελέσφορες οριζόντιες περικοπές εισοδημάτων οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση των Μνημονίων, παρότι σε αυτά περιλαμβάνονται και διαρθρωτικές παρεμβάσεις για τις οποίες κανένα κόμμα δεν άρθρωσε ουσιαστικό αντίλογο. Όμως οι μεν «μνημονιακοί» αποδείχθηκαν άβουλοι ή ανίκανοι να προχωρήσουν τις μεταρρυθμιστικές τομές, οι δε «αντιμνημονιακοί» απέφυγαν για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους να διαχωρίσουν τα θετικά από τα καταστροφικά μέτρα των Μνημονίων.
Δεν υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι η χώρα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Το κράτος διαλυμένο, η οικονομία υπό κατάρρευση, η κοινωνία διχασμένη, η ανεργία σε ύψη που προμηνύουν την έκρηξη για το πολιτικό σύστημα και την κοινωνική συνοχή. Η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Α. Σαμαρά στηρίζεται από τρία κόμματα με σαφείς ιδεολογικοπολιτικές αποκλίσεις και απαρτίζεται από ένα μείγμα τεχνοκρατών και πολιτικών, η πλειονότητα των οποίων δεν διαθέτει προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία. Γνωρίζοντας ότι ίσως πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία της χώρας να παραμείνει στην Ευρωζώνη, το στοίχημα είναι αν το πρωτόγνωρο αυτό κυβερνητικό μοντέλο μπορεί να πετύχει, εκεί όπου απέτυχαν οι προηγούμενες, «παραδοσιακού τύπου» κυβερνήσεις.
Τις κρίσιμες αλλαγές στο κράτος και την οικονομία δεν κατόρθωσαν να προωθήσουν ούτε η εκσυγχρονιστική κυβέρνηση Σημίτη κατά την τελευταία περίοδο άσκησης εξουσίας (2001-2004), ούτε η τότε λαοπρόβλητη και άφθαρτη κυβέρνηση Καραμανλή, ούτε η κυβέρνηση Παπανδρέου του 44%, ούτε βέβαια η μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου. Έτσι, η σώρευση χρόνιων παθογενειών λειτούργησε ως εκρηκτικό μείγμα στο περιβάλλον της διεθνούς χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής κρίσης.
Ωστόσο οι υπέρμετρες, άδικες και ατελέσφορες οριζόντιες περικοπές εισοδημάτων οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση των Μνημονίων, παρότι σε αυτά περιλαμβάνονται και διαρθρωτικές παρεμβάσεις για τις οποίες κανένα κόμμα δεν άρθρωσε ουσιαστικό αντίλογο. Όμως οι μεν «μνημονιακοί» αποδείχθηκαν άβουλοι ή ανίκανοι να προχωρήσουν τις μεταρρυθμιστικές τομές, οι δε «αντιμνημονιακοί» απέφυγαν για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους να διαχωρίσουν τα θετικά από τα καταστροφικά μέτρα των Μνημονίων.
Δεν υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι η χώρα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Το κράτος διαλυμένο, η οικονομία υπό κατάρρευση, η κοινωνία διχασμένη, η ανεργία σε ύψη που προμηνύουν την έκρηξη για το πολιτικό σύστημα και την κοινωνική συνοχή. Η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Α. Σαμαρά στηρίζεται από τρία κόμματα με σαφείς ιδεολογικοπολιτικές αποκλίσεις και απαρτίζεται από ένα μείγμα τεχνοκρατών και πολιτικών, η πλειονότητα των οποίων δεν διαθέτει προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία. Γνωρίζοντας ότι ίσως πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία της χώρας να παραμείνει στην Ευρωζώνη, το στοίχημα είναι αν το πρωτόγνωρο αυτό κυβερνητικό μοντέλο μπορεί να πετύχει, εκεί όπου απέτυχαν οι προηγούμενες, «παραδοσιακού τύπου» κυβερνήσεις.