Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 20/9/2011
Γιατί όσο δυσμενέστερα εξελίσσεται η κατάσταση στα πεδία της οικονομίας, της ανεργίας και της κοινωνικής ανασφάλειας, τόσο συχνότερες γίνονται οι αναφορές των δύο κομμάτων εξουσίας στην πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε ριζική αλλαγή του Συντάγματος; Γιατί στο αποκορύφωμα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, λίγο πριν από την ευρωπαϊκή συμφωνία του Ιουνίου που εκτόνωσε προσωρινά την κατάσταση, είχαν πυκνώσει οι φωνές ακόμα και κορυφαίων υπουργών για άμεση προσφυγή σε συνταγματική μεταρρύθμιση κατά παράβαση της διαδικασίας αναθεώρησης που προβλέπει το Σύνταγμα; Γιατί σπεύδουν αρκετοί συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι να αποδώσουν όχι μόνο συνολικά στο πολιτικό και αναπτυξιακό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, αλλά και στο ίδιο το Σύνταγμα, σειρά παθογενειών που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία;
Στην πρόσφατη ομιλία του, με ευκαιρία την επέτειο ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε πάλι στην πρόθεση του κυβερνώντος κόμματος να προχωρήσει το 2013 σε ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος, την οποία προσδιόρισε ως «συντακτικού τύπου». Πρόκειται βέβαια για νεολογισμό, που εμπεριέχει μια προφανή εσωτερική αντίφαση, αφού η αλλαγή του Συντάγματος μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε ως προϊόν αναθεωρητικής λειτουργίας είτε ως άσκηση συντακτικής εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση η αλλαγή του Συντάγματος οριοθετείται και δεσμεύεται από το τροποποιούμενο Σύνταγμα, ενώ στη δεύτερη παράγεται νέο Σύνταγμα. Και τα δύο ταυτοχρόνως δεν είναι νοητά.
Όμως ο πρωθυπουργός, εν γνώσει του ασφαλώς, χρησιμοποίησε αυτόν τον νεολογισμό, επιδιώκοντας μάλλον να συνδυάσει τα πλεονεκτήματα των δύο διαφορετικών διαδικασιών παραγωγής Συντάγματος. Αναθεωρητική λειτουργία σημαίνει σεβασμός της συνταγματικής νομιμότητας, ενώ ως «συντακτικού τύπου» χαρακτηρίζεται η συνταγματική μεταρρύθμιση που μπορεί να αλλάξει τα πάντα, χωρίς δεσμεύσεις από το παρελθόν. Αν και ο συνδυασμός είναι άτοπος, ωστόσο αποσκοπεί να εκπέμψει ένα μήνυμα μεγάλης συμβολικής δύναμης, ότι οι αλλαγές θα είναι σαρωτικές.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται όμως μια δεύτερη, ακόμη πιο ολισθηρή αντίφαση. Όλοι όσοι επικαλούνται την αλλαγή του Συντάγματος ως μηχανισμό ανανέωσης και νομιμοποίησης του παραπαίοντος πολιτικού συστήματος ψαρεύουν σε θολά νερά. Ιδίως εάν χρησιμοποιηθεί το εφεύρημα της «συντακτικού τύπου» αναθεώρησης, τότε η ριζική αλλαγή θα σηματοδοτούσε μία νέα αφετηρία για τη χώρα. Ωστόσο συντακτική εξουσία ασκείται μόνο σε περιπτώσεις κατάρρευσης ενός καθεστώτος, εκ βάθρων μεταβολής κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, επανάστασης ή επιβολής διαφορετικού πολιτεύματος. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να ασκηθεί συντακτική εξουσία από το ίδιο, φθαρμένο πολιτικό προσωπικό και το σημερινό, απαξιωμένο κομματικό σύστημα; Η εξώθηση της συνταγματικής μεταρρύθμισης στα όρια της συντακτικής εξουσίας εμπεριέχει το σπέρμα της αυτοκαταστροφής του υφιστάμενου πλέγματος πολιτικής εξουσίας και μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την πολιτική τάξη με απροσδόκητα αποτελέσματα. Ίσως απαιτείται συνεπώς να επαναξιολογήσει ο πρωθυπουργός τη βαρύτητα των εξαγγελιών του.
Στην πρόσφατη ομιλία του, με ευκαιρία την επέτειο ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε πάλι στην πρόθεση του κυβερνώντος κόμματος να προχωρήσει το 2013 σε ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος, την οποία προσδιόρισε ως «συντακτικού τύπου». Πρόκειται βέβαια για νεολογισμό, που εμπεριέχει μια προφανή εσωτερική αντίφαση, αφού η αλλαγή του Συντάγματος μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε ως προϊόν αναθεωρητικής λειτουργίας είτε ως άσκηση συντακτικής εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση η αλλαγή του Συντάγματος οριοθετείται και δεσμεύεται από το τροποποιούμενο Σύνταγμα, ενώ στη δεύτερη παράγεται νέο Σύνταγμα. Και τα δύο ταυτοχρόνως δεν είναι νοητά.
Όμως ο πρωθυπουργός, εν γνώσει του ασφαλώς, χρησιμοποίησε αυτόν τον νεολογισμό, επιδιώκοντας μάλλον να συνδυάσει τα πλεονεκτήματα των δύο διαφορετικών διαδικασιών παραγωγής Συντάγματος. Αναθεωρητική λειτουργία σημαίνει σεβασμός της συνταγματικής νομιμότητας, ενώ ως «συντακτικού τύπου» χαρακτηρίζεται η συνταγματική μεταρρύθμιση που μπορεί να αλλάξει τα πάντα, χωρίς δεσμεύσεις από το παρελθόν. Αν και ο συνδυασμός είναι άτοπος, ωστόσο αποσκοπεί να εκπέμψει ένα μήνυμα μεγάλης συμβολικής δύναμης, ότι οι αλλαγές θα είναι σαρωτικές.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται όμως μια δεύτερη, ακόμη πιο ολισθηρή αντίφαση. Όλοι όσοι επικαλούνται την αλλαγή του Συντάγματος ως μηχανισμό ανανέωσης και νομιμοποίησης του παραπαίοντος πολιτικού συστήματος ψαρεύουν σε θολά νερά. Ιδίως εάν χρησιμοποιηθεί το εφεύρημα της «συντακτικού τύπου» αναθεώρησης, τότε η ριζική αλλαγή θα σηματοδοτούσε μία νέα αφετηρία για τη χώρα. Ωστόσο συντακτική εξουσία ασκείται μόνο σε περιπτώσεις κατάρρευσης ενός καθεστώτος, εκ βάθρων μεταβολής κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, επανάστασης ή επιβολής διαφορετικού πολιτεύματος. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να ασκηθεί συντακτική εξουσία από το ίδιο, φθαρμένο πολιτικό προσωπικό και το σημερινό, απαξιωμένο κομματικό σύστημα; Η εξώθηση της συνταγματικής μεταρρύθμισης στα όρια της συντακτικής εξουσίας εμπεριέχει το σπέρμα της αυτοκαταστροφής του υφιστάμενου πλέγματος πολιτικής εξουσίας και μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την πολιτική τάξη με απροσδόκητα αποτελέσματα. Ίσως απαιτείται συνεπώς να επαναξιολογήσει ο πρωθυπουργός τη βαρύτητα των εξαγγελιών του.