Πρώτο Θέμα, 06.09.2020
Η κυβέρνηση είχε εξαγγείλει προεκλογικά τη θεσμοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση. Τη μεταρρύθμιση αυτή επεξεργάστηκε πριν από αρκετούς μήνες Επιτροπή εμπειρογνωμόνων στο Υπουργείο Εργασίας, χωρίς ωστόσο να προχωρήσει η υιοθέτησή της. Την πρόταση αυτή επανέφερε πρόσφατα στο προσκήνιο η Επιτροπή Πισσαρίδη, ενώ την περασμένη Κυριακή την υποστήριξε ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού κ. Α. Πατέλης, με το επιχείρημα ότι πρέπει «να πάψει το κράτος να παίρνει τα λεφτά των νέων και να τα δίνει στους ηλικιωμένους».
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά σοβαρό, όμως η σχετική συζήτηση φαίνεται ότι διεξάγεται με όρους υπεραπλούστευσης, από την μία πλευρά δαιμονοποιώντας το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ως εξ ορισμού καταστροφικό για την κοινωνική ασφάλιση και, από την άλλη πλευρά, ανάγοντάς το σε σωτήρια επιλογή. Ενδεικτικός είναι ο ισχυρισμός του συμβούλου του Πρωθυπουργού ότι «κάθε νέος, όταν θα βάζει στην άκρη ένα κομμάτι του μισθού κάθε μήνα για τη μελλοντική επικουρική του σύνταξη, θα ξέρει ότι αυτό είναι εκεί, δικό του και θα το παρακολουθεί να αβγατίζει». Τι θα βάζει στην άκρη κάθε νέος σήμερα από τον ισχνό και επισφαλή μισθό του; Με ποιο τρόπο θα αβγατίζουν οι εισφορές του σε συνθήκες οικονομικής κρίσης; Πώς θα χρηματοδοτηθούν οι παροχές των νυν συνταξιούχων;
Ας εξηγήσουμε καταρχάς τι σημαίνει κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Πρόκειται για ένα σύστημα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης κατά το οποίο οι συνταξιοδοτικές παροχές των μελλοντικών συνταξιούχων χρηματοδοτούνται από το επενδυτικό αποτέλεσμα του κεφαλαίου που δημιουργούν οι σωρευμένες εισφορές των ασφαλισμένων, σε αντιδιαστολή προς το διανεμητικό σύστημα χρηματοδότησης, στο πλαίσιο του οποίου οι εισφορές των εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συνταξιοδοτικές παροχές των σημερινών συνταξιούχων. Άρα στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα η ανταποδοτικότητα συναρτάται με τη συσσώρευση και την αξιοποίηση του επενδυτικού κεφαλαίου.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν κρίνονται πρόσφορες οι συνθήκες για την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Η απάντηση είναι αρνητική. Σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας, επισφαλούς απασχόλησης, ευέλικτων και διακοπτόμενων μορφών εργασίας, ασταθών ωραρίων και μισθών, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, οδηγώντας σε ακραίες ανισότητες μεταξύ των ασφαλισμένων και σε ανεπαρκείς συντάξεις για τους χαμηλά αμειβόμενους. Επιπλέον, η παγκόσμια οικονομική κρίση ανέδειξε τα αδύνατα σημεία και τους κινδύνους που εγκυμονεί.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ολλανδίας, όπου το κεφαλαιοποιητικό σύστημα θεωρούνταν πυλώνας ενός από τα καλύτερα συνταξιοδοτικά συστήματα παγκοσμίως. Όμως η ραγδαία μείωση των επιτοκίων είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη έκτακτων μέτρων για να μην καταρρεύσουν οι συντάξεις. Σε συνάρτηση με τα δημογραφικά δεδομένα και τη γήρανση του πληθυσμού, οι αρνητικές αποδόσεις ομολόγων και τραπεζικών καταθέσεων συνεπάγονται την αδυναμία κάλυψης των συνταξιοδοτικών παροχών.
Πέρα από τα προηγούμενα, τίθεται το ερώτημα πώς θα δημιουργηθεί το κεφάλαιο που επενδυόμενο θα χρηματοδοτεί τις παροχές; Όπως έχει επισημανθεί στην επιστημονική συζήτηση, η μετάβαση από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι πιθανό να βλάψει την οικονομική αποτελεσματικότητα. Μήπως, κατά τη διάρκεια της μετάβασης οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων θα πρέπει να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τις εισφορές των εργαζομένων, που ταυτόχρονα θα καταβάλλουν εισφορές και για την κάλυψη των μελλοντικών δικών τους παροχών; Άρα, με τα σημερινά οικονομικά, δημοσιονομικά, δημογραφικά και εργασιακά δεδομένα η υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος θα ήταν ατυχής.