ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΗΜΗΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ;

Εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, 6/11/2000

Η αναθεώρηση του Συντάγματος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας εισέρχεται πλέον στη τελική ευθεία. Η αρμόδια για τη διατύπωση των αναθεωρούμενων συνταγματικών διατάξεων Επιτροπή της Βουλής ολοκλήρωσε το έργο της. Μέσα στο Νοέμβριο έχει προγραμματιστεί η έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, όπου θα ψηφιστεί τους επόμενους μήνες το τελικό κείμενο του νέου Συντάγματος. Ο χαρακτηρισμός «νέο Σύνταγμα» δεν είναι εξωπραγματικός, αν ληφθεί υπόψη η έκταση της αναθεώρησης, που χωρίς να αναιρεί τη συνέχεια και την ενότητα του Συντάγματος του 1975, εισάγει περισσότερες από εκατό τροποποιήσεις ή καινούργιες ρυθμίσεις σε καίρια ζητήματα οργάνωσης, λειτουργίας και περιορισμού της πολιτείας.
Όμως στην υψίστης σημασίας διαδικασία αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της ελληνικής πολιτείας η κοινωνία υπήρξε, σε όλες τις φάσεις, απούσα και απαθής. Αυτό αποδείχθηκε ξεκάθαρα τόσο κατά την περίοδο πριν τις εκλογές του Απριλίου, όπου ο λαός υποτίθεται ότι κλήθηκε να ψηφίσει και με γνώμονα τις προτάσεις των κομμάτων για την αναθεώρηση, όσο και σε μια σειρά δημοσκοπήσεων που ανέδειξαν την περιορισμένη ενημέρωση και το μειωμένο ενδιαφέρον των πολιτών. Πέρα από το εκλογικό σώμα, απούσα ήταν επίσης η κοινωνία πολιτών, κατεξοχήν δε εκείνα τα συλλογικά υποκείμενα που θα έπρεπε να έχουν λόγο σε επιμέρους κεφάλαια του αναθεωρητικού εγχειρήματος. Στο περιθώριο, τέλος, του αναθεωρητικού εγχειρήματος παρέμεινε κατ’ ουσίαν και η επιστημονική κοινότητα των δημοσιολόγων.
Και αυτά όλα παρά το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των αναθεωρούμενων διατάξεων σημειώθηκε συμφωνία μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων και στις περισσότερες περιπτώσεις, και των μικρότερων κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή· παρά το γεγονός, επίσης, ότι η διαδικασία αναθεώρησης ούτε αιφνιδιαστική υπήρξε ούτε βιαστική. Αντίθετα, αφετηρία μιας συστηματικής επεξεργασίας θέσεων συνταγματικής πολιτικής επί όλων των κεφαλαίων του συνταγματικού κειμένου αποτέλεσε η υποβολή προτάσεων αναθεώρησης το Μάρτιο – Απρίλιο του 1995, από όλα τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνταν τότε στη Βουλή, με κοινή συνισταμένη την επαγγελία του εκσυγχρονισμού των θεσμών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό όχι μόνο το γεγονός ότι για πρώτη φορά υποβλήθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις για μια εφ’ όλης της ύλης αναθεώρηση του Συντάγματος από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και ότι οι σχετικές πρωτοβουλίες δεν εμφανίζονται, όπως κατά το προηγούμενο διάστημα, να εκφράζουν τακτικούς ελιγμούς προς εξυπηρέτηση του στενά νοούμενου κομματικού συμφέροντος. Ούτε, εξάλλου, η απόφαση για ανακίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας ελήφθη βιαστικά και αιφνιδιαστικά, ως παρακολούθημα κατ’ ουσίαν άσχετων πολιτικών εξελίξεων, όπως είχε συμβεί το 1985. Αντίθετα, επιχειρήθηκε η χρονικά «πολυτελής» αποτύπωση συγκεκριμένων θέσεων συνταγματικής πολιτικής, θεμελιωμένων κατ’ αρχάς στην πολιτική φιλοσοφία κάθε κόμματος. Οι θέσεις αυτές δεν διαφοροποιούνταν μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό ως προς το περιεχόμενο τους, ούτε αφορούσαν ριζικές μεταβολές στη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. Άλλωστε, όπως σημείωνε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «η αναθεώρηση εξ ορισμού δεν θίγει τη δομή ή θεμελιώδεις θεσμούς της εξουσίας· απλώς την ανακαινίζει ή, ενίοτε, την αναπαλαιώνει», επιβεβαιώνοντας και όχι αμφισβητώντας τη συγκεκριμένη συνταγματική τάξη.
Ωστόσο η επαγγελία του θεσμικού εκσυγχρονισμού και η επίτευξη διακομματικής συμφωνίας δεν επαρκούν ασφαλώς για την επεξεργασία των αναθεωρητέων διατάξεων. Άλλωστε, η έννοια του εκσυγχρονισμού δεν θα ήταν ορθό, ιδίως εφόσον άπτεται των συνταγματικών θεσμών, να θεωρηθεί απλώς ως «εργαλειακός εξορθολογισμός» με τη βεμπεριανή σημασία του όρου. Ο εκσυγχρονισμός του Συντάγματος συναρτάται, από τη φύση του εγχειρήματος, με την επεξεργασία πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων και πάντως, εμπεριέχει μια ισχυρή συμβολική διάσταση. Από την άλλη πλευρά, η επίτευξη της συναίνεσης δεν θα ήταν δυνατόν στη πράξη να προκύψει ως αποτέλεσμα μιας ιδεολογικά ανύποπτης και πολιτικά αδιάφορης διαδικασίας, αλλά συναρτάται αναπόφευκτα με τη διαβούλευση, τη σύγκρουση αντίθετων προαντιλήψεων, επιχειρημάτων και συμφερόντων, τη διαπραγμάτευση, αλλά εν τέλει, και με την αναγκαία, όσον αφορά την αναθεωρητική λειτουργία, σύγκλιση στα θεμελιώδη ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτείας.
Η συναίνεση, στην οποία κατατείνει η διαβούλευση μεταξύ των συλλογικών υποκειμένων που συμπράττουν στη διαμόρφωση των αποφάσεων στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες, δεν επιδιώχθηκε κατά τρόπο συστηματικό μέσω της οργάνωσης διαδικασιών διαλόγου στην πορεία του εν εξελίξει αναθεωρητικού εγχειρήματος. Η ελληνική κοινωνία, η «ανοιχτή κοινωνία των αναθεωρητών» του Συντάγματος, κατ’ ουσίαν παρέμεινε αμέτοχη στη διαδικασία της αναθεώρησης και η αναζήτηση της συναίνεσης περιορίστηκε στο επίπεδο των εκπροσωπούμενων στη Βουλή πολιτικών δυνάμεων. Επιπλέον, η μεσολάβηση των βουλευτικών εκλογών της 9ης Απριλίου 2000 επιβεβαίωσε την πλήρη απουσία της κοινής γνώμης από τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, αφού κατά την προεκλογική περίοδο η επικείμενη αναθεώρηση δεν υπήρξε κατ’ ουσίαν αντικείμενο του πολιτικού λόγου των κομμάτων.
Υπό αυτή την έννοια, ο συναινετικός χαρακτήρας του αναθεωρητικού διαβήματος υπήρξε ημιτελής, παρ’ όλο που ο Ευ. Βενιζέλος, ως γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας επί της τρέχουσας αναθεώρησης είχε υποβάλει ήδη στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος (βλ. Πρακτικά της Επιτροπής, Συνεδρίαση της 21.10.1997) πρόταση για τη διεξαγωγή συνεδρίου επί της αναθεωρήσεως με σκοπό να διασφαλιστεί η συμμετοχή της κοινής γνώμης, ιδίως της ειδικής κοινής γνώμης, σε χώρους επιστημονικούς και κοινωνικούς που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναθεώρηση ή για επιμέρους κεφάλαιά της. Η γόνιμη αυτή πρόταση, που κινείται ακριβώς στην κατεύθυνση της διεύρυνσης της αναθεωρητικής διαδικασίας και πέραν της Βουλής, απορρίφθηκε εν τέλει από την Επιτροπή Αναθεώρησης στην προηγούμενη Βουλή, αφού προβλήθηκαν αντιρρήσεις, κυρίως από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΚΕ, με κύριο επιχείρημα ότι η ουσιαστική συμμετοχή των φορέων της επιστήμης κι της κοινωνίας δεν είναι αναγκαία, εφόσον το Σύνταγμα είναι «υπόθεση των πολιτικών» και, άρα, προφανώς όχι της κοινωνίας των πολιτών.
Είναι μάλλον αργά πλέον να δοθεί η δυνατότητα ουσιαστικού κοινωνικού διαλόγου για τα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης. Έστω και τώρα όμως, στην έσχατη ώρα, δηλαδή κατά τους τελευταίους μήνες της κορυφαίας για τη Δημοκρατία μας διαδικασίας, αποτελεί υποχρέωση των πολιτικών να διευρύνουν τη διεξαγόμενη συζήτηση στην «ανοιχτή κοινωνία των αναθεωρητών του Συντάγματος».