Εφημερίδα, “ΕΘΝΟΣ”, 7/5/2013
Για περισσότερα από τρία χρόνια η οικονομική κρίση έχει απωθήσει σε δεύτερο πλάνο μια σειρά από ζητήματα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Η πρωτοφανής ανεργία, η κατάρρευση των θεσμών κοινωνικής προστασίας και η όξυνση των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού περιθωριοποιούν άλλα κρίσιμα διακυβεύματα της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης.
Υπό συνθήκες αποσύνθεσης όλων των βεβαιοτήτων, των υλικών όρων διαβίωσης και των προϋποθέσεων κοινωνικής αναπαραγωγής, πεδία όπως η περιβαλλοντική προστασία, τα δικαιώματα ποικίλων μειονοτήτων και η αποκατάσταση της ισότητας των φύλων θεωρούνται πολυτέλεια. Και όμως, η εγκατάλειψη των διεκδικήσεων στα επίμαχα αυτά ζητήματα έχει μείζονες επιπτώσεις σε όλες τις κοινωνίες που πλήττονται από την κρίση, αφού οδηγεί στην αργόσυρτη αλλά βαθιά συντηρητικοποίηση και στην απώλεια μη ανακτήσιμων κοινωνικών αγαθών.
Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά, στο ιδεολογικοπολιτικό οπλοστάσιο των οποίων παραδοσιακά εντάσσονται οι διεκδικήσεις σε θέματα προστασίας των μειονοτήτων, του περιβάλλοντος και της ισότητας των φύλων, έχουν απεμπολήσει το προνόμιο να αρθρώνουν λόγο πάνω σε αυτά, χωρίς ταυτόχρονα να προτείνουν ένα συγκροτημένο σχέδιο εξόδου από την οικονομική κρίση. Ετσι, η ημερήσια διάταξη του δημόσιου διαλόγου γίνεται μονοθεματική και αποκόπτει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και κοινωνικές ομάδες από το ενδιαφέρον για την πολιτική.
Υπό αυτούς τους όρους οι διαιρετικές τομές ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά φτωχαίνουν και ο πολιτικός λόγος σταδιακά εκπίπτει σε αντιπαραθέσεις διαχειριστικού χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, η ελληνική κοινωνία αποκόπτεται από σύγχρονα ρεύματα ιδεών και κοινωνικά κινήματα που τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή γνωρίζουν μια απροσδόκητη άνθηση.
Την ώρα που στον αραβικό κόσμο φουντώνουν οι διεκδικήσεις των γυναικών για ίσα δικαιώματα και στις ΗΠΑ το ζήτημα του γάμου των ομοφύλων βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του, στην Ελλάδα τα κρούσματα έμφυλης και ρατσιστικής βίας πυκνώνουν επικίνδυνα χωρίς οι θεσμικές και κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι σε αυτά να εμφανίζονται επαρκείς.