Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 1/11/2011
Η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης τελεί τους τελευταίους μήνες υπό μόνιμη αμφισβήτηση. Ελάχιστες περιόδους στη νεότερη ελληνική ιστορία μια πολιτική εξουσία με τόσο συρρικνωμένη δημοφιλία κλήθηκε να διαπραγματευθεί και να λάβει τόσο σημαντικές αποφάσεις, με τόσο μακροπρόθεσμες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, όσο η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Πρόκειται για αποφάσεις που είτε αξιολογούνται ως επιβεβλημένες είτε απορρίπτονται ως καταστροφικές, πάντως οι επιπτώσεις τους έχουν χρονικό ορίζοντα πολύ μακρύτερο από τη διάρκεια αυτής και της επόμενης βουλευτικής περιόδου. Δεν είναι εξάλλου αδιάφορο ότι οι αποφάσεις αυτές δεν θεμελιώνονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος.
Δύο χρόνια μετά τη θριαμβευτική εκλογική του επικράτηση, το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει, σύμφωνα με έρευνες κοινής γνώμης, τη χαμηλότερη εκλογική επιρροή από τότε που πολιτογραφήθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ως κόμμα εξουσίας. Υπουργοί και βουλευτές του βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτοφανείς επιθέσεις λεκτικής αλλά και υλικής βίας. Η δύναμη της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας όχι μόνο έχει περιοριστεί στα 153 μέλη, μετά από διαδοχικές διαγραφές ή αποχωρήσεις, αλλά ιδίως δεν διαθέτει πλέον συνοχή και σθένος. Η επιβολή αυστηρής κομματικής πειθαρχίας, σε βαθμό ώστε έμπειροι βουλευτές να δημοσιοποιούν την άσκηση ασφυκτικής πίεσης προκειμένου να στηρίξουν τις κυβερνητικές αποφάσεις, αποτελεί το μόνιμο μέσο διασφάλισης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αμελητέο δεν είναι ούτε το γεγονός ότι ΜΜΕ προσκείμενα στην Κεντροαριστερά, επίμονα θέτουν ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και απροκάλυπτα τάσσονται υπέρ της άμεσης διεξαγωγής εκλογών.
Η αποσάθρωση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς την κυβέρνηση αποτυπώνεται όμως και στην αδυναμία της να εφαρμόσει αποτελεσματικά την πολιτική της. Η Δημόσια Διοίκηση υπολειτουργεί και μοιάζει πλήρως αποκομμένη από την πολιτική ηγεσία, η νομοθεσία παραμένει κενό γράμμα, οι καταλήψεις υπουργείων και κρατικών υπηρεσιών συνιστούν ένα φαινόμενο που τείνει να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις, οι κοινωνικές διαμαρτυρίες διογκώνονται. Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα πυκνώνουν οι προτροπές κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών προς τον πρωθυπουργό για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών.
Σήμερα στην Ελλάδα δεν δοκιμάζεται μόνο η αντοχή της κοινωνίας απέναντι στην εσωτερική οικονομική υποτίμηση, αλλά και της δημοκρατίας μπροστά στην αποξένωση του κυβερνώντος κόμματος από τους ψηφοφόρους του. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα η νομιμοποίηση της κυβέρνησης αντλείται μέσω της περιοδικής διεξαγωγής γενικών εκλογών και της έκφρασης εμπιστοσύνης της Βουλής προς αυτήν. Αυτή η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έχει αρθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες περί «διαρκούς δημοκρατίας», που θέτουν ως συμπληρωματικά κριτήρια δημοκρατικής νομιμοποίησης τις δημοσκοπήσεις, τα ΜΜΕ, τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τις κοινωνικές διαμαρτυρίες, η κυβέρνηση θα όφειλε ίσως να παραιτηθεί. Ακόμη και αν οι έκτακτες συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα δεν επιτρέπουν την άμεση προσφυγή στις κάλπες, η κυβέρνηση οφείλει να θέσει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα κυβερνητικής δράσης, η ολοκλήρωση του οποίου να συμπίπτει με την προκήρυξη εκλογών μέσα στους επόμενους μήνες.
Δύο χρόνια μετά τη θριαμβευτική εκλογική του επικράτηση, το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει, σύμφωνα με έρευνες κοινής γνώμης, τη χαμηλότερη εκλογική επιρροή από τότε που πολιτογραφήθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ως κόμμα εξουσίας. Υπουργοί και βουλευτές του βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτοφανείς επιθέσεις λεκτικής αλλά και υλικής βίας. Η δύναμη της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας όχι μόνο έχει περιοριστεί στα 153 μέλη, μετά από διαδοχικές διαγραφές ή αποχωρήσεις, αλλά ιδίως δεν διαθέτει πλέον συνοχή και σθένος. Η επιβολή αυστηρής κομματικής πειθαρχίας, σε βαθμό ώστε έμπειροι βουλευτές να δημοσιοποιούν την άσκηση ασφυκτικής πίεσης προκειμένου να στηρίξουν τις κυβερνητικές αποφάσεις, αποτελεί το μόνιμο μέσο διασφάλισης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αμελητέο δεν είναι ούτε το γεγονός ότι ΜΜΕ προσκείμενα στην Κεντροαριστερά, επίμονα θέτουν ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και απροκάλυπτα τάσσονται υπέρ της άμεσης διεξαγωγής εκλογών.
Η αποσάθρωση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς την κυβέρνηση αποτυπώνεται όμως και στην αδυναμία της να εφαρμόσει αποτελεσματικά την πολιτική της. Η Δημόσια Διοίκηση υπολειτουργεί και μοιάζει πλήρως αποκομμένη από την πολιτική ηγεσία, η νομοθεσία παραμένει κενό γράμμα, οι καταλήψεις υπουργείων και κρατικών υπηρεσιών συνιστούν ένα φαινόμενο που τείνει να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις, οι κοινωνικές διαμαρτυρίες διογκώνονται. Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα πυκνώνουν οι προτροπές κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών προς τον πρωθυπουργό για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών.
Σήμερα στην Ελλάδα δεν δοκιμάζεται μόνο η αντοχή της κοινωνίας απέναντι στην εσωτερική οικονομική υποτίμηση, αλλά και της δημοκρατίας μπροστά στην αποξένωση του κυβερνώντος κόμματος από τους ψηφοφόρους του. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα η νομιμοποίηση της κυβέρνησης αντλείται μέσω της περιοδικής διεξαγωγής γενικών εκλογών και της έκφρασης εμπιστοσύνης της Βουλής προς αυτήν. Αυτή η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έχει αρθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες περί «διαρκούς δημοκρατίας», που θέτουν ως συμπληρωματικά κριτήρια δημοκρατικής νομιμοποίησης τις δημοσκοπήσεις, τα ΜΜΕ, τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τις κοινωνικές διαμαρτυρίες, η κυβέρνηση θα όφειλε ίσως να παραιτηθεί. Ακόμη και αν οι έκτακτες συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα δεν επιτρέπουν την άμεση προσφυγή στις κάλπες, η κυβέρνηση οφείλει να θέσει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα κυβερνητικής δράσης, η ολοκλήρωση του οποίου να συμπίπτει με την προκήρυξη εκλογών μέσα στους επόμενους μήνες.