Τα Νέα, 3/3/2021
Το ζήτημα της σχέσης και των (συν)αρμοδιοτήτων κεντρικού κράτους, αποκεντρωμένων διοικήσεων και τοπικής αυτοδιοίκησης επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που ανακύπτουν προβλήματα λειτουργίας της πολιτείας, ιδίως μετά από φυσικές καταστροφές. Έτσι έγινε και μετά την πρόσφατη χιονόπτωση. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο και αφορά σημαντικά πεδία της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης.
Πριν από ένα χρόνο αποδέχθηκα την τιμητική πρόταση του υπουργού Εσωτερικών να αναλάβω την προεδρία της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση και ανασυγκρότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης και του κράτους. Αντικείμενο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής αποτέλεσε το εγχείρημα μετατροπής της χώρας μας από το πλέον συγκεντρωτικό κράτος της Ευρώπης σε ένα σύγχρονο, ορθολογικό και αποτελεσματικό κράτος με πολυεπίπεδη διακυβέρνηση. Η σύνοψη των εργασιών και των προτάσεων της Επιτροπής έχει δει πλέον το φως της δημοσιότητας. Το έργο της μετατροπής τους σε νομοσχέδιο προχώρησε σε σημαντικό βαθμό.
Η θεσμοθέτηση του επιτελικού κράτους χωρίς τη μετάβαση στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων και λειτουργιών από την κεντρική διοίκηση στην τοπική αυτοδιοίκηση παραμένει ένα έργο ημιτελές. Η Επιτροπή, αξιοποιώντας και τα πορίσματα προηγούμενων συναφών εγχειρημάτων, και αφού προηγήθηκε διαβούλευση με πολυάριθμους θεσμικούς φορείς, κατέληξε σε προτάσεις που περιλαμβάνουν την υιοθέτηση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης ως μοντέλου λειτουργικής μεταρρύθμισης και τη θεσμοθέτηση της μεθόδου, της διαδικασίας και του μηχανισμού εφαρμογής της με τη διαρκή αξιολόγηση και μεταφορά λειτουργιών και αρμοδιοτήτων στα επιμέρους επίπεδα διοίκησης.
Ως προς τις αρμοδιότητες που σχετίζονται με τον αναπτυξιακό ρόλο που έχουν αναλάβει οι αιρετές Περιφέρειες μετά τον Καλλικράτη, η Επιτροπή κατέληξε σε προτάσεις για μεγάλης έκτασης μεταφορά από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Αυτό ως γενική κατεύθυνση μεταρρυθμιστικής πολιτικής αποσυγκέντρωσης συναρτάται με το γεγονός ότι οι Περιφέρειες, που σήμερα έχουν τον αναπτυξιακό σχεδιασμό και σημαντικό μέρος της εφαρμογής του, αντιμετωπίζουν σημαντικά γραφειοκρατικά εμπόδια και καθυστερήσεις εξαιτίας των πολύπλοκων διαδρομών.
Προτάθηκε επίσης η μεταφορά συγκεκριμένων λειτουργιών και αρμοδιοτήτων στο πεδίο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και της Δημόσιας Υγείας προς τους ΟΤΑ Β΄ βαθμού και η δικτύωση των κατακερματισμένων φορέων της ΠΦΥ. Ο συντονισμός και το μάνατζμεντ του Δικτύου προτάθηκε να ανατεθεί στους ΟΤΑ Β΄ βαθμού. Από τη μεταφορά αυτής της αρμοδιότητας εξαιρούνται η επιλογή του μόνιμου προσωπικού που ανήκει στον προς σύσταση Ειδικό Κλάδο Λειτουργών ΠΦΥ (ιατροί και νοσηλευτές), η έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών για την άσκηση κλινικών πρακτικών και παρεμβάσεων Δημόσιας Υγείας και η αξιολόγηση και πιστοποίηση της λειτουργίας των Δικτύων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Οι προτάσεις αυτές θεμελιώνονται και στην εμπειρία της πανδημίας.
Εξάλλου, στις προτάσεις περιλαμβάνεται η μεταφορά συγκεκριμένων λειτουργιών και αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εκπαίδευσης προς τους ΟΤΑ Α΄ και Β΄ βαθμού. Ως προς το ζήτημα των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κρίθηκε σκόπιμο το υπηρεσιακό καθεστώς τους να εξακολουθήσει να καθορίζεται με βάση τις οικείες ρυθμίσεις του Υπουργείου Παιδείας, χωρίς μεταβολή από το υφιστάμενο πλαίσιο.
Η Επιτροπή εργάσθηκε με γνώμονα τη βασική παραδοχή ότι η αποσυγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων αρμοδιοτήτων αποτελεί μια αναγκαία, πρόσφορη και εφικτή μεταρρυθμιστική πολιτική, που θα βελτιώσει αποφασιστικά τη δημόσια διοίκηση, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία έναντι των πολιτών, ενώ θα προωθήσει την ανάπτυξη, σύμφωνα και με τα γενικώς αποδεκτά από την επιστήμη αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ, που συνδέουν την ανάπτυξη με την αποσυγκέντρωση. Η Ελλάδα πρέπει να παύσει να είναι η συγκεντρωτικότερη χώρα της Ευρώπης.