Πρώτο Θέμα, 30/06/19
Ένας από τους μεγάλους χαμένους της οικονομικής κρίσης υπήρξε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Τα πλήγματα που δέχτηκαν τόσο οι πρωτοβάθμιες όσο και οι δευτεροβάθμιες υπηρεσίες υγείας διόγκωσαν το έλλειμμα προσβασιμότητας, αύξησαν την ιδιωτική δαπάνη υγείας και οδήγησαν αρκετές οικογένειες κυριολεκτικά σε οικονομική καταστροφή. Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν, ιδίως στην περίοδο 2010-2013, ήταν σημαντικές, με κορυφαία τη σύσταση του ΕΟΠΥΥ, σε πολλές περιπτώσεις όμως παρέμειναν ημιτελείς ή προσανατολίστηκαν στη μείωση των δαπανών χωρίς εξορθολογισμό του συστήματος και μέριμνα για την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.
Η πόλωση που χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο έχει αποτέλεσμα η αντιπαράθεση γύρω από τις δημόσιες πολιτικές να εγκλωβίζεται σε συνθήματα και αόριστες εξαγγελίες, που συνοδεύονται από καταγγελία της άποψης της «άλλης πλευράς». Σε αυτή τη συγκυρία η συζήτηση για το σύστημα υγείας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Αυτό που απουσιάζει κατά τον σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων είναι η αναλυτική τεκμηρίωση και η επιχειρηματολογική προσέγγιση των εναλλακτικών προτάσεων. Ζητούμενο σήμερα είναι να διαμορφωθεί η ατζέντα της πολιτικής υγείας με γνώμονα τις ανάγκες του πληθυσμού, όπως αποτυπώνονται σε πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα. Αυτή η επιλογή δεν αποτελεί, όπως θα αναμενόταν, το αφετηριακό σημείο των νομοθετικών επιλογών τα τελευταία πέντε χρόνια.
Το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Κυριάκου Σουλιώτη με τίτλο «Τεκμηριωμένη πολιτική υγείας: μια πρόταση για την Ελλάδα» (εκδ. Παπαζήση), κυκλοφόρησε λοιπόν την κατάλληλη στιγμή, αφού δεν εξαντλεί τη σχετική συζήτηση στην ανάδειξη των υφιστάμενων παθογενειών του συστήματος υγείας, αλλά τεκμηριώνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Πρώτη προτεραιότητα είναι η αναδιάταξη του συστήματος χρηματοδότησης. Ενδεδειγμένη λύση αποτελεί εδώ η μετατόπιση του βάρους της δημόσιας χρηματοδότησης στη φορολογία, με αντίστοιχη μείωση του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών, η υποκατάσταση των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών με πληρωμές μέσω ιδιωτικής ασφάλισης και η συμμετοχή των ασθενών στο κόστος κατά τρόπο ώστε να προστατεύονται οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Στο επίκεντρο της συζήτησης τίθενται επίσης οι προτιμήσεις των πολιτών και προτείνεται η αναδιάρθρωση της σχέσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού στην υγεία. Η πρόταση βασίζεται στην παραδοχή ότι, εφόσον ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους είναι αδιαμφισβήτητος, όλες οι δομές πρέπει να αξιοποιούνται κατά τον σχεδιασμό της πολιτικής υγείας με γνώμονα τη βέλτιστη κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού. Έτσι καταρρίπτεται το ψευτοδίλημμα για τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού στην υγεία, δεδομένου ότι για τους ασθενείς δεν έχει σημασία το νομικό καθεστώς λειτουργίας των δομών στις οποίες απευθύνονται, αλλά η προσβασιμότητα, η ποιότητα και η οικονομική τους επιβάρυνση.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο εξορθολογισμός της αγοράς φαρμάκου, αντικαθιστώντας το «τυφλό» και άδικο σύστημα του rebate και του claw back με ένα σύγχρονο μοντέλο υπολογισμού της αποζημίωσης των εταιρειών. Μεταξύ άλλων στο βιβλίο προτείνεται η χρήση ενός «δείκτη συμβολής στην οικονομία», που θα χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης για την αποζημίωση των φαρμάκων κάθε εταιρείας.
Για τον λανθασμένο προσανατολισμό της πολιτικής υγείας ευθύνεται, όπως υποστηρίζει ο Σουλιώτης, η στρεβλή διαδικασία λήψης αποφάσεων και προτείνεται η συμμετοχή των οργανωμένων συλλογικοτήτων των ασθενών στη χάραξή της, ακολουθώντας διεθνείς καλές πρακτικές. Προϋπόθεση πάντως για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις αποτελεί η ευρύτερη αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος και η επικράτηση της αντίληψης ότι κάθε πρόταση μεταρρύθμισης πρέπει να συνοδεύεται από τεκμηρίωση και όχι από άναρθρες κραυγές.