Η διαπίστωση του κοινωνικού ελλείμματος και η αναγνώριση των βελτιώσεων, έστω και ανεπαρκών, που σημειώνονται με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, συνδέονται στο άρθρο αυτό μεταξύ τους και προσεγγίζονται μεθοδολογικά υπό το πρίσμα της θεωρίας των βαθμίδων εξέλιξης των κειμένων. Η αξιοποίηση της εν λόγω θεωρίας, την οποία διατύπωσε ο γερμανός πολιτειολόγος Peter Haberle με πεδίο εφαρμογής κατά βάση τη συνταγματική θεωρία, και η εφαρμογή της στην περίπτωση του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να αποδώσει ανάγλυφα τα βήματα που έχουν γίνει στο πεδίο της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας.
Η αναλυτική προσέγγιση της Συνθήκης του Άμστερνταμ καταδεικνύει μια σημαντική ενίσχυση της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας. Η αρμοδιότητα των κρατών-μελών να θεσπίζουν και να υλοποιούν τις πολιτικές για την απασχόληση και την κοινωνική προστασία παραμένει βέβαια αναλλοίωτη. Αξιοσημείωτη είναι εξάλλου η σαφής εγκατάλειψη της ιδέας της πλήρους απασχόλησης, όπως προκύπτει τόσο από την αναφορά του άρθρου 2 της Συνθήκης στο στόχο της επίτευξης “ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης”, όσο και από το συνολικό πλέγμα των επιμέρους διατάξεων στο κεφάλαιο περί απασχόλησης, από τις οποίες αναδεικνύεται η τάση προώθησης των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δυνατό να υποτιμηθεί η διαμόρφωση, για πρώτη φορά σε καταστατικό κείμενο της ενωσιακής τάξης, ενός καινοτομικού πλαισίου για το συντονισμό των πολιτικών απασχόλησης των κρατών-μελών, συγκροτώντας ένα αντίβαρο στις οικονομικές και νομισματικές διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο αποτελεί η εισαγωγή, για πρώτη επίσης φορά σε καταστατικό κείμενο της ενωσιακής τάξης, της έννοιας των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, με την ενσωμάτωση της Συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική και την άμεση αναφορά στη δέσμευση από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Χωρίς αμφιβολία, πάντως, οι ρυθμίσεις αυτές μακράν υστερούν από την κάλυψη του κοινωνικού ελλείμματος και την επαρκή θεσμοποίηση της κοινωνικής διάστασης στο ενωσιακό οικοδόμημα.
Παρ’ όλα αυτά, από την προεκτεθείσα κριτική παρουσίαση των βαθμίδων εξέλιξης στους τομείς της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, σε επίπεδο ευρωπαϊκής έννομης τάξης, αναδεικνύεται ανάγλυφη η αργόσυρτη και επιφυλακτική, αλλά σταθερή τάση διεύρυνσης των μέσων και των αντικειμένων κάλυψης. Η τάση αυτή δεν μπορεί, λοιπόν, να αποδοθεί μόνο σε εναλλασσόμενους συσχετισμούς και ισορροπίες ανταγωνιζόμενων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, αλλά εμφανίζεται, κατ’ αρχάς, ως απόρροια της επίδρασης της κοινωνικής αρχής, που αποτελεί θεμελιώδες συστατικό στοιχείο του κοινού ευρωπαϊκού θεσμικού πολιτισμού. Η ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη δομείται μεν μέσα από ποικίλες συγκρούσεις, στο πλαίσιο μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών-μελών, οργάνων της Ένωσης, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων, όμως θεμελιώνεται ως υπερεθνική οντότητα με βάση τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, βασική παράμετρος του οποίου παραμένει το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο. Το πρότυπο αυτό αναδιαρθρώνεται σήμερα με γνώμονα τις αρχές της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της επιλεκτικότητας της κοινωνικής προστασίας. Ωστόσο, η “κατά βαθμίδες εξέλιξης” ανάλυση της πορείας από τη στοιχειώδη αναφορά της Συνθήκης της Ρώμης στην κοινωνική διάσταση, μέχρι τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις της Συνθήκης του Άμστερνταμ, αποδεικνύει το προηγούμενο συμπέρασμα ότι ο περιορισμός του κοινωνικού ελλείμματος δεν είναι τυχαίος ούτε συγκυριακός.
Οι πολιτικές διεργασίες, η έστω συγκρατημένη αλλά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις διαπλαστικά σημαντική νομολογία του ΔΕΚ, οι κατασκευές της θεωρίας, σε τελική ανάλυση η αλληλοτροφοδότηση της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης με τον κοινωνικοκρατικό θεσμικό πολιτισμό των κρατών-μελών, φαίνεται να οδηγούν στην αργή αλλά σταθερή άμβλυνση του κοινωνικού ελλείμματος. Οι πολιτικές εξαγγελίες λαμβάνουν σταδιακά τη μορφή διακηρύξεων, προγραμμάτων δράσης ή συστάσεων και περαιτέρω ενσωματώνονται στο θετικό δίκαιο. Σε μια κρίσιμη φάση της παγκόσμιας αναδόμησης των κρατών πρόνοιας, καθώς οι κοινωνικές ανάγκες αυξάνονται ραγδαία ενώ οι διαθέσιμοι πόροι συρρικνώνονται εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας, η επιβίωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου συνδέεται άρρηκτα με την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης στο θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.