Η συνταγματική αναθεώρηση υπόκειται σε ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς. Η παράγωγη δημιουργία συνταγματικών κανόνων προϋποθέτει τη συστηματοποίηση του τρόπου με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις συμμετέχουν στην αναθεωρητική λειτουργία. Από το θεμελιώδη χαρακτήρα του συντάγματος απορρέει η συναινετική υφή της αναθεωρητικής διαδικασίας. Η τυποποίηση του θεμελιώδους χαρακτήρα του συντάγματος με τη ρύθμιση του αυστηρού χαρακτήρα του συνεπάγεται ότι, πέρα από συγκεκριμένα μη αναθεωρήσιμα περιεχόμενα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης περιο¬ρίζεται από συγκεκριμένες διαδικαστικές εγγυήσεις.
Η διαδικασία προσαρμογής του συντάγματος στην ιστορική εξέλιξη είναι προϋπόθεση για να διατηρήσει την οργανωτική, δικαιοκρατική, συμβολική, σταθερο¬ποιητική, νομιμοποιητική και ενοποιητική του λειτουργία. Η προσαρμογή αυτή όμως δεν είναι συμβατή ούτε προς το θεμελιώδη χαρακτήρα του συντάγματος, ούτε προς τη φύση και τις λειτουργίες του αν δεν καλύπτεται από εγγυήσεις ευρύτερης αποδοχής ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Υπό αυτή την έννοια η αρχή της συναίνεσης ανάγεται σε κεντρική συνιστώσα του αναθεωρητικού εγχειρήματος.
Δικαιολογητικός λόγος των διαδικαστικών εγγυήσεων του άρθρου 110 Συντ. δεν είναι, λοιπόν, η αναγωγή της δεύτερης Βουλής σε αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για τον καθορισμό του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων, με γνώμονα τη δημοκρατική αρχή και τεκμήριο νομιμοποίησης που της προσδίδει η μεσολάβηση γενικών βουλευτικών εκλογών, αλλά η επίτευξη συναίνεσης και σταθερής απόφασης σε δύο διαφορετικές, ισοδύναμες Βουλές, που συμφωνούν τόσο ως προς την ανάγκη όσο και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, και μάλιστα τουλάχιστον η μια εξ αυτών με αυξημένη πλειοψηφία.