Η δεκαετία του ΄90 χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στον ιστορικά ξεπερασμένο κεϋνσιανό κρατισμό και στη νεοφιλελεύθερη ασυδοσία της αγοράς. Κατά τη δεκαετία του ΄90 αναδεικνύεται μια προσπάθεια υπέρβασης του διλήμματος κράτος ή αγορά: Οι συνθήκες της μεταφορντικής, μεταβιομηχανικής εποχής και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αποκλείουν την επιστροφή στον κεϋνσιανό συμβιβασμό. Όμως, από την άλλη πλευρά, το νεοφιλελεύθερο πείραμα του ελάχιστου κράτους κατά τη δεκαετία του ΄80 οδήγησε σε έξαρση της ανεργίας και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού. Η δεκαετία που διανύουμε αποτελεί μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για το μέλλον του κοινωνικού κράτους, μια περίοδο κατά την οποία θα κριθεί κατά πόσο είναι εφικτή η αναδιάρθρωση και η διάσωση του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα τίθεται το ερώτημα μήπως οι νέες μορφές οργάνωσης του κοινωνικού χώρου δεν αποτελούν στην ουσία παρά ένα προκάλυμμα μπροστά στη σταδιακή αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Με την προβληματική αυτή συναρθρώνεται το ζήτημα ποιός είναι ο ρόλος του εφαρμοστή και του ερμηνευτή του συντάγματος στην πορεία αναδιάρθρωσης ή αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, λαμβανομένης υπ’ όψη της βεβαιότητας και του επίμαχου χαρακτήρα της συζήτησης για την κανονιστική πυκνότητα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα.
Στο άρθρο επιχειρείται η συνοπτική αναφορά στις νέες μορφές θεσμικής οργάνωσης του κοινωνικού κράτους, όπως συγκροτούνται κατά τη δεκαετία του ΄90, επισημαίνοντας τις ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης και, περαιτέρω, επιχειρείται η αξιολόγησή τους από συνταγματολογική σκοπιά.