Η σταθεροποιητική διάσταση των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου έχει θεμελιωθεί, κατ’ αρχάς, με τη θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου. Στο πλαίσιο της συντηρητικής λειτουργίας του Συντάγματος, δηλαδή της προστασίας των υφιστάμενων σχέσεων και δομών της κρατικά οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, υποστηρίζεται ότι η αρχή του κοινωνικού κράτους και τα συνταγματικά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα εγγυώνται τη διατήρηση της θεσπισμένης κοινωνικής νομοθεσίας, κατά τρόπο ώστε να κρίνεται αντισυνταγματική είτε η κατάργηση είτε, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, ακόμη και o μερικός περιορισμός των νομοθετικά κατοχυρωμένων ρυθμίσεων κοινωνικής προστασίας. Η εν λόγω θεωρία έχει λοιπόν διατυπωθεί υπό δύο διαφορετικές εκδοχές, αφ’ ενός αυτή του απόλυτου κοινωνικού κεκτημένου και αφ’ ετέρου αυτή του σχετικού.
Από την κριτική προσέγγιση των απόψεων που έχουν υποστηριχθεί γύρω από τη θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου προκύπτουν ορισμένες παρατηρήσεις. Αναδεικνύεται, πρώτα απ’ όλα, ότι πίσω από κάθε άποψη λανθάνει μια δεδομένη αντίληψη σχετικά με το κανονιστικό περιεχόμενο των διατάξεων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα. Οι δύο απόψεις που καταλήγουν στην απόρριψη της θεωρίας του κοινωνικού κεκτημένου, τόσο στην απόλυτη όσο και στη σχετικοποιημένη της εκδοχή, έχουν ως αφετηρία σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις όσον αφορά τη νομική δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων. Για τη μεν πρώτη, η απόρριψη του κοινωνικού κεκτημένου αποτελεί φυσικό συνεπακόλουθο της άρνησης οποιασδήποτε νομικής υπόστασης των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται ως διατάξεις προγραμματικού-διακηρυκτικού περιεχομένου με καθαρά πολιτική σημασία. Για τη δεύτερη, η θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου καθίσταται άχρηστη και περιττή στο μέτρο που τα κοινωνικά δικαιώματα διαθέτουν νομικά δεσμευτικό περιεχόμενο και κατοχυρώνουν ένα ελάχιστο βιοτικό όριο κοινωνικών παροχών.
Αντίθετα, οι απόψεις που δέχονται το κοινωνικό κεκτημένο είτε στην απόλυτη είτε στη σχετική εκδοχή του, εκφράζουν μια αβεβαιότητα κατά την αποσαφήνιση της κανονιστικής πυκνότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ενώ, δηλαδή, τις χαρακτηρίζουν ως διατάξεις απλώς κατευθυντήριες ή κανονιστικά λιποβαρείς ή ως συνταγματικές εντολές ή εγγυήσεις, παρ’ όλα αυτά καταλήγουν να τους προσδίδουν τέτοια νομική υπόσταση, ώστε να παγιώνονται οι ρυθμίσεις κοινωνικού περιεχομένου του κοινού νομοθέτη (απόλυτο κεκτημένο) ή, πάντως, να περιορίζεται η ευχέρεια του να μεταβάλει τις ρυθμίσεις αυτές (σχετικό κεκτημένο).
Η αντιπαράθεση στο ζήτημα του κοινωνικού κεκτημένου αποτελεί τμήμα της συζήτησης γύρω από τον κανονιστικό χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρείται η διατύπωση μιας συνθετικής θεωρίας που να εγγυάται τουλάχιστον τη σταθεροποιητική τους λειτουργία. Ωστόσο, η πειστικότητα της θεωρίας του κοινωνικού κεκτημένου μπορεί να αναδειχθεί μόνο από τη δοκιμασία της εφαρμογής της στην πράξη και την αντοχή της στον επιστημονικό διάλογο. Με αφετηρία αυτό το σκεπτικό θα επιχειρηθεί στη συνέχεια η συνοπτική αναφορά στην αναγκαιότητα θεμελίωσης ενός πραγματιστικά προσανατολισμένου ερμηνευτικού κριτηρίου, με βάση την αξιοποίηση της έννοιας του πραγματικού συντάγματος.
Οι συγκεκριμένες μορφές που λαμβάνει η σταθεροποιητική λειτουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων κατά τα ανωτέρω, εμφανίζεται να αρμόζει περισσότερο στη θεωρητική κατηγορία της θεσμικής εγγύησης, παρά στην κατασκευή του κοινωνικού κεκτημένου. Παρ’ όλα αυτά, επιμέρους εκφάνσεις του τελευταίου, όπως είναι το πολεοδομικό κεκτημένο, έχουν ενσωματωθεί στο πραγματικό Σύνταγμα με ισχυρή θεμελίωση.