Το Σύνταγμα του 1975 κατοχύρωσε ρητά την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντας ένα αυτοτελές δικαίωμα στο πλαίσιο του ευρύτερου, σύνθετου δικαιώματος για προστασία του περιβάλλοντος. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αξιοποίησε τις συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 είτε προβαίνοντας σε απευθείας εφαρμογή τους είτε ερμηνεύοντας διορθωτικά ή διασταλτικά μια δέσμη ως επί το πλείστον παρωχημένων νομοθετικών ρυθμίσεων. Ο νέος νόμος 3028/2002 για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς επιχειρεί να εκσυγχρονίσει τη σχετική νομοθεσία υπό το πρίσμα τόσο των σχετικών συνταγματικών επιταγών, όπως αναθεωρήθηκαν το 2001, όσο και της νομολογίας με την οποία διαπλάστηκαν βασικές κατευθύνσεις ερμηνείας τους.
Στο άρθρο επιχειρείται η προσέγγιση της σχέσης μεταξύ του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και του δικαιώματος στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος σε τρία επίπεδα: Κατ’ αρχάς αναλύεται η συνταγματική διαρρύθμιση της σχέσης αυτής, με γνώμονα πρωτίστως τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας εν συνεχεία διερευνώνται οι συνέπειες της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001, ιδίως της ρητής κατοχύρωσης της αρχής της αειφορίας, στο υπό εξέταση ζήτημα τέλος, αξιολογούνται οι σχετικές ρυθμίσεις του νόμου 3028/2002 υπό το πρίσμα των ανωτέρω συνταγματικών και νομολογιακών δεδομένων.