Το πρακτικό αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η αξιοποίηση της νομικής ερμηνευτικής στο συνταγματικό δίκαιο συνίσταται κατ’ αρχάς στην αποδοχή ότι ως προς ορισμένα επίμαχα ζητήματα το Σύνταγμα υπόκειται σε περισσότερες, εξίσου βάσιμες ερμηνείες. Αυτό συνεπάγεται ότι μπορούν να θεμελιωθούν τόσες ερμηνευτικές εκδοχές, όσες είναι και οι «ιστορικά αποδεκτές» ερμηνευτικές προαντιλήψεις. Η υιοθέτηση μιας συνταγματικής θεωρίας ως στοιχείου που προσδίδει συστηματική συνοχή στο ερμηνευτικό εγχείρημα και η υποστήριξή της ως στάσης απέναντι στο πολιτικό γίγνεσθαι, καθιστά την ερμηνευτική διαδικασία διαφανή και ελέγξιμη• αποτελεί, συνεπώς, «προϋπόθεση μιας επιστημολογικής “ειλικρίνειας” κατά την ερμηνεία του Συντάγματος». Η νομική ερμηνευτική, χαρακτηρίζοντας την ύπαρξη μιας και μόνης ορθής λύσης ως «ψεύδος ζωής των νομικών», οδηγεί εν τέλει αναπόδραστα στην αντίληψη ότι η αποφυγή των υποκειμενικών –φιλοσοφικών, πολιτειολογικών, ιδεολογικών– εκτιμήσεων του ερμηνευτή είναι μόνο σε περιορισμένο βαθμό εφικτή.
Κεντρική θέση του άρθρου είναι ότι η ερμηνεία του Συντάγματος συνιστά μια ανοιχτή διαδικασία στην οποία συμπράττουν πολλές «κατηγορίες» ερμηνευτών, από τις οποίες καμία δεν μπορεί να διεκδικήσει το προνόμιο της αποκλειστικής γνώσης του «ορθού». Τα εκάστοτε αρμόδια όργανα, που θα προβούν στην κρίσιμη, «τελική» ερμηνεία των συνταγματικών ρυθμίσεων, δεν αποφασίζουν εν κενώ ούτε αγνοούν τις επιμέρους προτάσεις και προσεγγίσεις που επιχειρούνται• δηλαδή, υπό μιαν άλλη οπτική, τη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα.
Στο πλαίσιο της σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας η συνταγματική ερμηνεία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύπλοκη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα αντικρουόμενων συμφερόντων και ποικίλων αντιλήψεων, αξιών και κοσμοθεωριών, την οποία υποχρεούται να σταθμίσει και να συμπεριλάβει στις «τεχνικές» της, με γνώμονα πάντως τη σχετική αντικειμενικότητα που διασφαλίζει η διαρκής αναφορά στο συνταγματικό κείμενο. Ωστόσο η «πιο συνειδητή κρίση για το τι είναι πράγματι η δημοκρατία και τι πραγματικά σημαίνει το Σύνταγμα» δεν μπορεί εν τέλει παρά να είναι αποτέλεσμα μιας ανοιχτής διαδικασίας διαλόγου και θεμελίωσης με βάση πειστικά και ελέγξιμα επιχειρήματα. Η ανοιχτή ερμηνεία του Συντάγματος της πλουραλιστικής δημοκρατίας, αναγνωρίζοντας την αλληλεπίδραση δικαίου και πολιτικής δεν αναιρεί την υποταγή της πολιτικής στο δίκαιο, πράγμα που εκφράζεται πρωτίστως με το αίτημα της επιχειρηματολογίας, στο πλαίσιο μιας έλλογης διϋποκειμενικής επικοινωνίας.