Η σημαντικότερη επί της αρχής κριτική που δέχθηκε το αναθεωρητικό εγχείρημα συνίσταται στη μομφή ότι έπασχε συνολικά από έλλειμμα συνταγματικής στρατηγικής. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν με γνώμονα τις κριτικές αυτές παρατηρήσεις μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής: πρώτον, εάν πράγματι στερείται συνταγματικής στρατηγικής η αναθεώρηση του 2001. δεύτερον, τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια συνταγματική στρατηγική στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. τρίτον, κατά πόσον και σε ποιες κατευθύνσεις οι στρατηγικές επιλογές του αναθεωρητικού νομοθέτη – δεδηλωμένες ή λανθάνουσες– επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι οι αιτιάσεις περί ελλείψεως ενός σαφούς ιδεολογικοπολιτικού στίγματος του αναθεωρητικού εγχειρήματος παραβλέπουν την ιδιαιτερότητα της ιστορικής εποχής, στην οποία συντελέστηκε η αναθεώρηση. Το γεγονός ότι επιτεύχθηκαν ευρύτερες συναινέσεις σε ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, δεν υπήρξε σύμπτωμα αποϊδεολογικοποίησης της σχετικής συζήτησης, αλλά επικράτησης των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων που εντοπίζονται πλέον σε όλα τα πολιτικά κόμματα, στο πλαίσιο της κατάρρευσης παλαιότερων διαχωριστικών γραμμών. Υπό αυτό το πρίσμα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων σε μείζονα ζητήματα οργάνωσης της ελληνική πολιτείας, ιδίως μάλιστα όταν τα ζητήματα αυτά παλαιότερα συνιστούσαν αμφισβητούμενα πεδία κομματικής αντιπαράθεσης.
Οι δεδηλωμένες πρωταρχικές κατευθύνσεις του αναθεωρητικού εγχειρήματος του 2001 συναρμόζονται τόσο με την αναγνώριση του Συντάγματος του 1975/1986 ως ενός επιτυχημένου συνταγματικού κειμένου, όσο και με την αντίληψη ότι ήταν επιβεβλημένη ή, πάντως, χρήσιμη η προσαρμογή του Συντάγματος στις συγκεκριμένες πολιτειακές και κοινωνικές εξελίξεις της μεταβιομηχανικής εποχής.
Ωστόσο, πέρα από τη δηλούμενη «εκσυγχρονιστική» συνταγματική στρατηγική, ανιχνεύσιμες υπό τας γραμμάς είναι και ορισμένες άδηλες επιδιώξεις του συνταγματικού νομοθέτη, καθώς επίσης και αθέατες μεταβολές στη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, στο άρθρο υποστηρίζεται ότι ο λεκτικός μαξιμαλισμός και οι επιμέρους παρεμβάσεις του αναθεωρητικού εγχειρήματος που αποσκοπούσαν στη συρρίκνωση της ευχέρειας δράσης των κρατικών εξουσιών είχαν ως στρατηγικό στόχο την επαναθεμελίωση της πρωταρχικής, εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος. Ταυτόχρονα επιχειρήθηκε η αλλοίωση δομικών χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήματος. Με τη μετάβαση που επιφέρει η συνταγματική αναθεώρηση από το συγκρουσιακό προς το συναινετικό μοντέλο δημοκρατίας, η πολιτική τάξη είτε εξαναγκάζεται πρακτικά σε συνεργασία για τη λήψη αποφάσεων μείζονος σημασίας, είτε στερείται κατ’ ουσίαν της δυνατότητας να ασκήσει πολιτική εξουσία σε κρίσιμα πεδία εξαιτίας της μεταφοράς αρμοδιοτήτων σε όργανα τεχνοκρατικής υφής.
Τις τρεις όψεις με τις οποίες εκδηλώθηκε λοιπόν η λανθάνουσα συνταγματική στρατηγική της αναθεώρησης του 2001 αποτελούν, πρώτον ο λεκτικός μαξιμαλισμός του συνταγματικού κειμένου, που αποσκοπεί στον περιορισμό της ερμηνευτικής ευχέρειας των κρατικών οργάνων, δεύτερον η υιοθέτηση επιβεβαιωτικών και τροποποιητικών ρυθμίσεων καθώς και κανόνων ερμηνείας που συρρικνώνουν την ευχέρεια δράσης των κρατικών εξουσιών και άλλων φορέων ισχύος και, τρίτον, η θέσπιση ευάριθμων συνταγματικών επιταγών που τείνουν να απομειώσουν τα συγκρουσιακά στοιχεία του πολιτικού συστήματος υπέρ των συναινετικών του χαρακτηριστικών.