Στο άρθρο αυτό, με αφορμή τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας από το νόμο 2071/1992, επιχειρήθηκε η διερεύνηση του δικαιώματος στην υγεία από την σκοπιά του συνταγματικού και του κοινωνικού δικαίου.
Με τις ρυθμίσεις του ν. 2071/1992 για τον “εκσυγχρονισμό και την οργάνωση του συστήματος υγείας” αντικαταστάθηκε μια σειρά διατάξεων των νόμων που καθιέρωσαν το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και μεταβλήθηκαν οι γενικές κατευθύνσεις και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του πλέγματος των νομοθετικών κανόνων οι οποίοι, εξειδικεύοντας τη σχετική συνταγματική επιταγή (άρθρ. 21 παρ. 3 Συντ.), προστατεύουν το δικαίωμα στην υγεία. Οι ρυθμίσεις αυτές αφ’ ενός αντανακλούν τις ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαμορφώθηκε ύστερα από τις εκλογές του Απριλίου του 1990, αφ’ ετέρου δε θεσπίστηκαν ως αποτέλεσμα των πιέσεων που είχε δεχθεί το ΕΣΥ, κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης λειτουργίας του, από ορισμένες από τις ισχυρότερες οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες.
Η ανάπτυξη του θέματος ακολουθεί μια πρωτότυπη πορεία : Επιχειρείται, κατ’ αρχάς, η διερεύνηση εκείνων των στοιχείων τα οποία συγκροτούν τη διαφορετική ιδεολογική και πολιτική αφετηρία των δύο κανονιστικών πλαισίων – αφ’ ενός εκείνων που θέσπισε το ΕΣΥ και αφ’ ετέρου του νέου νόμου• προτάσσεται δηλαδή, η αντιπαραβολή τους με δύο διαφορετικά μοντέλα προστασίας τη υγείας, το σοσιαλδημοκρατικό και το φιλελεύθερο. Ακολούθως αναπτύσσεται ο προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσον αυτή η θεμελιακή μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου είναι σύμφωνη με τη συνταγματική επιταγή του άρθρ. 21 παρ. 3 Συντ., που προβλέπει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών.
Από την ανάλυση των διατάξεων του ν. 2071/1992 και τη συγκριτική τους προσέγγιση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς προστασίας της υγείας προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα :
Πρώτον, το σύστημα προστασίας της υγείας που θεσπίστηκε με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο ήταν προσαρμοσμένο στη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για την υγεία, ενώ με το σύστημα που καθιερώνει ο ν. 2071/1992 έγινε στροφή προς το φιλελεύθερο μοντέλο.
Δεύτερον, ο ν. 2071/1992 περιέχει ρυθμίσεις αμφίβολης συνταγματικότητας, αφ’ ενός σε ό,τι αφορά την παροχή μιας σειράς νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων προς τη διοίκηση και αφ’ ετέρου σε ό,τι αφορά το σύστημα εκλογής και εξέλιξης των γιατρών.
Τρίτον, από την εξέταση του νομικού περιεχομένου του άρθρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος αναδεικνύεται ότι ο ν. 2071/1992 δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο προστασίας που περιχαρακώνει η συνταγματική επιταγή.
Τέταρτον, τόσο το μοντέλο που καθιερώνει ο ν. 2071/1992 όσο και το μοντέλο που ακολουθούσε ο ν. 1397/1983 δεν είναι αντίθετα προς το “ανοιχτό” σύστημα προστασίας της υγείας που αποδέχεται το Σύνταγμα.
Πέμπτον, η αλλαγή της συνολικής αντίληψης για την υγεία που εκφράζεται από το νέο νόμο και οι συγκεκριμένες μεταβολές του καθεστώτος προστασίας της δεν μπορούν να τεκμηριώσουν παραβίαση του “υγειονομικού κεκτημένου”.