Στο άρθρο αυτό εξετάζεται η θεσμοθέτηση ρυθμίσεων συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στο σχεδιασμό της κρατικής πολιτικής, ως τομής για την ποιοτική αναβάθμιση της λειτουργίας τους.
Οι ΟΤΑ λειτούργησαν ως ένας ιδιόμορφος θεσμός πίεσης χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά τη συνολική ρύθμιση των τοπικών ζητημάτων. Με την υποταγή της περιοδικής ανάδειξης των οργάνων της Τ.Α. στην κομματική αντιπαράθεση και τον χαρακτηρισμό της ως ενιαίου εθνικού πολιτικού γεγονότος, το κέντρο βάρους της εκλογής και λειτουργίας των οργάνων της Τ.Α. απομακρύνεται από την αντιπαράθεση και το διάλογο σχετικά με την επίλυση των τοπικών ζητημάτων, με τις επιμέρους ιδιομορφίες τους, και μετατρέπεται σε δευτερεύουσα δοκιμασία της κυβερνώσας πλειοψηφίας.
Η προσπάθεια θεσμοθέτησης της διαφανούς διαδικασίας συμμετοχής των φορέων της τοπικής κοινωνίας στο σχεδιασμό της κρατικής πολιτικής αποτέλεσε τομή τόσο ως μορφή αναβάθμισης του ρόλου της τοπικής κοινωνίας στην επίλυση των τοπικών προβλημάτων, όσο και ως εναρμόνιση με τα δεδομένα της παγκόσμιας κοινωνίας: η διεθνοποίηση της οικονομίας σχετικοποιεί αναπόδραστα την έννοια της παραδοσιακής κοινότητας και υποχρεώνει σε διαφορετικές μεθόδους και αξιολογήσεις για την προστασία ενός σχετικά αυτόνομου τόπου από την κεντρική εξουσία. Συμβολή σ’ αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η κατοχύρωση του δημοκρατικού σχεδιασμού της κρατικής πολιτικής.
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή των ΟΤΑ στον κρατικό σχεδιασμό δεν αποτελεί μόνο μέσο ενεργοποίησης της τοπικής κοινωνίας, ούτε απλή μέθοδο αποτελεσματικότερης διακυβέρνησης και επίλυσης των τοπικών προβλημάτων. Σε μια περίοδο που η διαρθρωτική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος και τα οικονομικά προγράμματα σύγκλισης δεν μπορούν να συντελεστούν χωρίς την ευρεία κοινωνική αποδοχή, η επίτευξη της κοινωνικής συναίνεσης προϋποθέτει όσο ποτέ άλλοτε την συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στο σχεδιασμό της κρατικής πολιτικής.