Η εφαρμογή των κοινωνικών δικαιωμάτων από το δικαστή συνεπάγεται λοιπόν, ακριβώς λόγω των ιδιομορφιών τους, ότι η δικαστική λειτουργία αναμειγνύεται αναπόφευκτα στον προσδιορισμό των κοινωνικών παροχών, προβαίνοντας κατ’ ουσίαν σε πολιτικές σταθμίσεις αναδιανομής, παρεμβαίνοντας ενίοτε στην άσκηση της κοινωνικής πολιτικής και υποκαθιστώντας σε σημαντικό βαθμό το νομοθέτη. Ανακύπτει συνεπώς μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων όσον αφορά τη συμβατότητα μιας τέτοιας μορφής δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με τη δημοκρατική αρχή, την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και τις δημοσιονομικές διατάξεις. Ειδικότερα, ένας εντατικός δικαστικός έλεγχος με βάση τα κοινωνικά δικαιώματα θα μπορούσε να ανατρέψει την ίδια την κυβερνητική πολιτική στα πεδία της οικονομίας και της κοινωνικής προστασίας, καταργώντας στην πράξη το ρόλο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας να σχεδιάζει και να εφαρμόζει την οικονομική και κοινωνική πολιτική. Με βάση τα προηγούμενα αναδεικνύονται λοιπόν οι δυσκολίες μπροστά στις οποίες τέθηκε το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο κατά την ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στο άρθρο επιχειρείται μία σύνοψη των νομολογιακών τάσεων και αναδεικνύεται ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επέδειξε στον τομέα των κοινωνικών δικαιωμάτων έναν πραγματισμό, στο μέτρο που απέφυγε τον εγκλωβισμό της σε θεωρίες και δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για τη νομική διάπλαση των κοινωνικών δικαιωμάτων όσο για τη συναγωγή συγκεκριμένων συνεπειών από τη συνταγματική τους αναγνώριση. Αποφεύγοντας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να υπεισέλθει στον έλεγχο ζητημάτων που θα οδηγούσαν τη δικαστική κρίση σε πολιτικές αξιολογήσεις υπαγόμενες στην αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας, η νομολογία περιορίστηκε, πέρα από την αναγνώριση ορισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων ως θεσμικών εγγυήσεων, στην ανάδειξη της «ήπιας» κανονιστικότητάς τους.
Ασφαλώς το πεδίο στο οποίο η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάντησε το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αξιοποιήσει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα, υπήρξε η κοινωνική ασφάλιση. Η ευρύτατη ύλη επί ζητημάτων που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης επέτρεψε μια αδιάλειπτη και διαρκώς εμπλουτιζόμενη επεξεργασία του σχετικού κοινωνικού δικαιώματος. Στα ζητήματα αυτά είναι αφιερωμένο το δεύτερο μέρος της παρούσας μελέτης.