Η θεσμική λειτουργία των κοινοβουλευτικών ομάδων. Μια πολιτειολογική θεώρηση

(250 σελ., δημοσιεύθηκε στη σειρά «Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1996).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΥ

Στη μονογραφία αυτή επιχειρείται η προσέγγιση της νομικής θέσης και της θεσμικής λειτουργίας των κοινοβουλευτικών ομάδων, όπως αποτυπώνεται στο Σύνταγμα του 1975/1986, τον Κανονισμό της Βουλής, τα καταστατικά των κομμάτων και τους κανονισμούς λειτουργίας κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας. Με την εργασία αυτή καλύπτεται ένα κενό στην περιορισμένη ελληνική βιβλιογραφία κοινοβουλευτικού δικαίου.
Κεντρική θέση της μονογραφίας είναι ότι η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος, η θεσμοποίηση των πολιτικών κομμάτων και η ανάδειξη των κοινοβουλευτικών ομάδων σε κυρίαρχο κοινοβουλευτικό υποκείμενο, αναγκαίο για την οργάνωση και την αποτελεσματική λειτουργία του Κοινοβουλίου, σε συνδυασμό με την αποψίλωση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατέστησαν τις κοινοβουλευτικές ομάδες το μοναδικό εν δυνάμει αντίβαρο στη μονοκρατορία του Πρωθυπουργού. Ήδη μετά την αναθεώρηση του 1986 η κοινοβουλευτική ομάδα καταγράφεται στο Σύνταγμα ως το αρμόδιο όργανο για την υπόδειξη του εντολοδόχου Πρωθυπουργού σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (άρθ. 37 παρ. 4 και 38 παρ. 2 Σ.). Ωστόσο, οι δυσλειτουργίες των κοινοβουλευτικών ομάδων στην πράξη, που αποτελούν έκφανση ενός συγκεκριμένου θεσμικού και πολιτικού πολιτισμού, είχαν ως συνέπεια την περαιτέρω υποβάθμιση των κοινοβουλευτικών θεσμών, την κρίση νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης του ήδη περιθωριοποιημένου Κοινοβουλίου. Η λειτουργία των κοινοβουλευτικών ομάδων περιορίστηκε στην αποσπασματική αμφισβήτηση της μονοκρατορίας του εκάστοτε αρχηγού ή στην αντιπαράθεση με την κομματική ηγεσία σχετικά με την κατανομή πολιτικών ρόλων.
Μια από τις βασικές αφετηριακές θέσεις της εργασίας είναι ότι η μετάβαση από τα πολιτικά κόμματα των κομματικών στελεχών και των ηγεσιών στα κόμματα των πολιτών και από τις χειραγωγούμενες κοινοβουλευτικές ομάδες αμέτοχων βουλευτών σε κοινοβουλευτικές ομάδες με ουσιώδη συμμετοχή στη χάραξη και τη δημοσιοποίηση της κομματικής και της κυβερνητικής πολιτικής, εμφανίζεται σήμερα ως αναγκαία προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης αξιοπιστίας της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας. Όπως αποδεικνύεται, ωστόσο, από την έρευνα του θεσμικού πλαισίου, η αναβάθμιση του ρόλου των κοινοβουλευτικών ομαδων δεν εξαρτάται πρωτίστως από τη θέσπιση νέων διατάξεων, αλλά από την εφαρμογή των ισχυουσών και από τη βούληση των πολιτικών κομμάτων.
Τα κόμματα και οι κοινοβουλευτικές ομάδες δεν αποτελούν όργανα που συμμετέχουν σε διαφορετικές διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής βούλησης. Τόσο τα κόμματα όσο και οι κοινοβουλευτικές ομάδες συμμετέχουν αφ’ ενός στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης του λαού, αλλά, αφ’ ετέρου, και της κρατικής βούλησης, στο μέτρο που η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένη από την κομματική λειτουργία στο κοινωνικό επίπεδο. Η λειτουργία των κοινοβουλευτικών ομάδων δεν μπορεί να περιοριστεί στη συμμετοχή τους στις κοινοβουλευτικές εργασίες, αλλά εκτείνεται και στον συμπροσδιορισμό των κομματικών αποφάσεων. Η σύμπραξη των κοινοβουλευτικών ομάδων στις εσωκομματικές διαδικασίες ενδυναμώνει την ορατότητα του εσωκομματικού πλουραλισμού γύρω από την ερμηνεία των βασικών κομματικών αρχών, “εφόσον δέχεται την ισχύ της απόφασης της πλειοψηφίας και απλά προσπαθεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για μια άλλη αντίληψη και μια άλλη πλειοψηφία”, ενισχύοντας την πειστικότητα και την αξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων.
Η κυρίαρχη θέση των κοινοβουλευτικών ομάδων μέσα στο Κοινοβούλιο, η περιβολή των μελών τους με εχέγγυα ανεξαρτησίας τόσο έναντι του κράτους και των εκλογέων, όσο και έναντι της ίδιας της κοινοβουλευτικής ομάδας, οι αυξημένες δυνατότητες πολιτικής επικοινωνίας χάρη στη δημοσιότητα των εργασιών του Κοινοβουλίου, ως του σημαντικότερου θεσμικά κατοχυρωμένου δημόσιου βήματος, τέλος η αναγνώριση μιας σειράς κρίσιμων πολιτειακών αρμοδιοτήτων, τόσο στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών εργασιών, όσο και στο επίπεδο της ανάδειξης του Πρωθυπουργού, συγκροτούν το πλαίσιο που ανάγει τις κοινοβουλευτικές ομάδες σε εκείνο τον πολιτειακό φορέα που, μέσα από την ταυτόχρονη ενεργοποίησή του στο κομματικό και στο κοινοβουλευτικό πεδίο, μπορεί να εξισορροπήσει τη μονοκρατορία του Πρωθυπουργού.
Η μελέτη αποσκοπεί στην αποσαφήνιση της φύσης, της λειτουργίας και της αποστολής των κοινοβουλευτικών ομάδων, ως επιμέρους πολιτειακού μορφώματος. Ωστόσο, ταυτόχρονα επιχειρείται η ερμηνευτική προσέγγιση συγκεκριμένων δικαιϊκών ρυθμίσεων, μέσα από την οποία αποδεικνύεται αυτή η θεσμική λειτουργία, καθώς και η σχέση των κοινοβουλευτικών ομάδων με άλλα πολιτειακά μορφώματα, πρωτίστως με τα πολιτικά κόμματα και την Κυβέρνηση.
Η εργασία αποτελείται από εισαγωγή, τέσσερα κεφάλαια κατανεμημένα ανά δύο σε δύο μέρη και επίλογο (τελικές παρατηρήσεις). Μετά τη σκιαγράφηση και τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου πολιτειολογικού πλαισίου όπου επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της μελέτης (εισαγωγή), στο πρώτο μέρος επιχειρείται η ανάδειξη της κυρίαρχης θέσης των κοινοβουλευτικών ομάδων μέσα στο Κοινοβούλιο, της σχέσης τους με τους βουλευτές που τις απαρτίζουν – στο πλαίσιο της έντασης μεταξύ ελεύθερης εντολής και κομματικής πειθαρχίας – και του διττού τους ρόλου, στο μεταίχμιο μεταξύ κόμματος και Κοινοβουλίου (παρ. 1 Ι). Ως προέκταση της ανάλυσης αυτής αναζητούνται συγκεκριμένα κριτήρια προσέγγισης των κοινοβουλευτικών ομάδων, τόσο στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής λειτουργικότητας όσο και στο επίπεδο των εσωκομματικών διαδικασιών (παρ. 1 ΙΙ). Στο πρώτο κεφάλαιο αναδεικνύεται ότι η ratio legis που διέπει τη θεσμική οργάνωση των κοινοβουλευτικών ομάδων, στο πλαίσιο της πολυκομματικής δημοκρατίας και του Κοινοβουλίου των ομάδων, δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα της Βουλής, αλλά συνδυάζεται με την ταυτόχρονη προώθηση της αξιόπιστης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, ως συνδετικών κρίκων μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Στη συνέχεια επιχειρείται η διερεύνηση της νομικής θέσης και της νομικής φύσης τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις (παρ. 2). Οι κοινοβουλευτικές ομάδες αποτελούν sui generis όργανα, των οποίων η οργάνωση και η λειτουργία ρυθμίζεται κατ’ αρχάς από το κοινοβουλευτικό δίκαιο, διαθέτουν δε παράλληλα ευρεία περιθώρια αυτορύθμισης, που αποτυπώνονται στους κανονισμούς λειτουργίας τους. Η σύνδεσή τους με ένα συγκεκριμένο κόμμα, σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού της Βουλής, δεν σημαίνει ότι αποτελούν όργανο του κόμματος αυτού, με τη στενή έννοια του όρου, όμως επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες στο πλαίσιο του κόμματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα καθ’ έκαστον καταστατικά (παρ. 21). Τα συνταγματικά κατοχυρωμένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και ελευθερίας των μελών των κοινοβουλευτικών ομάδων, τόσο έναντι αυτής, όσο και έναντι του πολιτικού κόμματος με το οποίο αυτή συναρμόζεται, αποτελούν το θεμέλιο της δημοκρατικής λειτουργίας κοινοβουλευτικής ομάδας και κόμματος. Αυτό μπορεί να σημαίνει, κάτω από ορισμένες συγκυρίες, ότι η αποχώρηση κάποιων μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας από αυτήν συνεπάγεται τη διάλυσή της, στο μέτρο που δεν θα πληρούνται πλέον οι αριθμητικές προϋποθέσεις συγκρότησής της (παρ. 2 ΙΙ).
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, η συμμετοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων στις πολιτειακές λειτουργίες διακρίνεται σε τρεις βασικές μορφές. Πρώτον, στη συμμετοχή τους στις κοινοβουλευτικές εργασίες (παρ. 3 Ι), δεύτερον στη συμμετοχή τους στην ανάδειξη της Κυβέρνησης (παρ. 3 ΙΙ) και, τρίτον, στη συμμετοχή τους στη χάραξη και δημοσιοποίηση της κομματικής και κυβερνητικής πολιτικής (παρ. 4 Ι). Η κοινοβουλευτική ομάδα εμφανίζεται πρώτον να συμπράττει κατά τη διαμόρφωση των ιδεολογικών και πολιτικών αποφάσεων του κόμματος σε τέτοιο βαθμό και έκταση, όσο της απονέμει η καταστατική αυτονομία του κόμματος, δεύτερον να εξειδικεύει και να προσδιορίζει τον τρόπο δημοσιοποίησης αυτών των αποφάσεων στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών εργασιών, και, τρίτον, να διαθέτει κάποιες αποκλειστικές αρμοδιότητες, όπως την υπόδειξη εντολοδόχου Πρωθυπουργού στις συνταγματικά προβλεπόμενες περιπτώσεις, αρμοδιότητες τις οποίες, ωστόσο, δεν μπορεί να ασκεί πέρα και έξω από την κομματική ιδεολογία και δεοντολογία την οποία υπηρετεί. Πέραν τούτου, όμως, η ιδιαίτερη θεσμική θέση της κοινοβουλευτικής ομάδας, όπως καθορίζεται από την συνταγματοποιημένη αρχή της ελεύθερης εντολής, την καθιστά παράγοντα αποτροπής αδιαφανών ή αυθαίρετων κομματικών ενεργειών, που θα έθεταν εν αμφιβόλω τη δημοκρατική λειτουργία και την αξιοπιστία των κομμάτων, και, κατά προέκταση, συνολικά του πολιτικού συστήματος. Παράλληλα, η κοινοβουλευτική ομάδα είναι υποχρεωμένη να διαφυλάσσει τη θεσμική διάταξη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, μέσα στα όρια της ενότητας, της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας του κομματικού μηχανισμού.
Στο πλαίσιο της αυτορυθμιστικής ικανότητας των κοινοβουλευτικών ομάδων εξετάζεται επίσης η δομή και εσωτερική τους οργάνωση, με βάση τις καταστατικές αρχές των κομμάτων που ανήκουν και τους κανονισμούς λειτουργίας τους (παρ. 4 ΙΙ). Τόσο το καταστατικό του κόμματος όσο και ο κανονισμός λειτουργίας της κοινοβουλευτικής ομάδας, κατά το μέρος που ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν το κοινοβουλευτικό έργο, δεσμεύονται κατ’ αρχάς από τη νομική θέση του βουλευτή, που είναι εκ του Συντάγματος δεδομένη. Η κοινοβουλευτική ομάδα, ως ιδιότυπο θεσμικό μόρφωμα της Βουλής, θα πρέπει να οργανώνεται και να λειτουργεί με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοβουλευτικού δικαίου – τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της δημοσιότητας. Η νομοθετικά ανεκτή εξάρτηση των βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα στην οποία εντάσσονται προκύπτει από μια σειρά διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής, οι οποίες δεν μπορούν να παρακαμφθούν από την αυτορρυθμιστική ικανότητα των κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων.
Τέλος, επιχειρείται η σύνοψη μιας σειράς συμπερασματικών παρατηρήσεων και η σύνδεση με την προβληματική των “ευρωκοινοβουλευτικών” ομάδων (τελικές παρατηρήσεις). Η μελέτη συνοδεύεται από παράρτημα, το οποίο περιλαμβάνει τους κανονισμούς λειτουργίας των κοινοβουλευτικών ομάδων.