(540 σελ., φιλοξενήθηκε στη σειρά «Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997).
Πρόκειται για τη διδακτορική μου διατριβή, που υποστήριξα το 1995, με αντικείμενο την ερμηνεία των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων.
Όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο καθηγητής Δημήτρης Θ. Τσάτσος, «…εύλογα η αναζήτηση μορφών συμβίωσης δικαιοκρατικού και κοινωνικοκρατικού Συντάγματος σε ένα θεσμικό κείμενο, χωρίς να διασπά εκείνη την ενότητα που εξασφαλίζει την εφαρμοσιμότητά του, αποτέλεσε αντικείμενο μιας από τις πιο πλούσιες δογματικές, πνευματικές και δικαιοπολιτικές αντιπαραθέσεις που έζησε η ιστορία του συνταγματικού δικαίου στην Ευρώπη. Κυρίαρχος υπήρξε εδώ ο ρόλος της γερμανικής πολιτειολογικής επιστήμης. Στην Ελλάδα η συζήτηση αυτή υπήρξε σποραδική και είναι βέβαιο ότι είναι ελάχιστες στην ελληνική βιβλιογραφία οι αναζητήσεις των βαθύτερων θεμελίων της ιστορίας, της εξέλιξης και της ερμηνείας των κοινωνικών δικαιωμάτων, με τις σχετικές αναγωγές στα σημεία που υπαινίσσομαι παραπάνω. Το έργο αποτελεί και κατά τούτο μια πρωτότυπη, στηριγμένη σε βαθειά θεωρητική γνώση των πολιτειολογικών ριζών του προβλήματος μονογραφία. Είμαι όμως απόλυτα βέβαιος πως και στο πλαίσιο της διεθνούς βιβλιογραφίας οι αναζητήσεις του Ξ. Κοντιάδη περιλαμβάνουν νέες ιδέες, πειθαρχημένες στο πλαίσιο δικών του δηλωμένων και θεμελιωμένων μεθοδολογικών επιλογών…».
Η έκβαση της συζήτησης, η οποία έχει ξεκινήσει από την περίοδο του Μεσοπολέμου, ιδίως στη Γερμανία με αφορμή το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με αντικείμενο την κανονιστική πυκνότητα, το περιεχόμενο και την αγωγιμότητα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα, παραμένει αβέβαιη και από τις πλέον επίμαχες στη συνταγματική επιστήμη. Η συζήτηση αυτή επηρεάζεται, όσο ίσως κανένα άλλο πρόβλημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων, από μια συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική εξέλιξη στην Ευρώπη, δηλαδή την κρίση του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου ενόψει των νέων συνθηκών του διεθνούς ανταγωνισμού. Η αδυναμία αποτελεσματικού πολιτικού ελέγχου της οικονομίας από το παραδοσιακό κεϋνσιανό κράτος των θεσμοποιημένων κοινωνικών συμβιβασμών, στο πλαίσιο των νέων τεχνοοικονομικών δεδομένων της παγκόσμιας αγοράς, συνοδεύεται από τη σταδιακή επέκταση, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, των νεομονεταριστικών πολιτικών ελέγχου της προσφοράς και της ζήτησης, των ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων και των κρατικών κοινωνικών λειτουργιών και των τάσεων περιορισμού των αναδιανεμητικών παροχών. Η οικονομική βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους εμφανίζεται εξαρτημένη από τον εξορθολογισμό των κοινωνικών δαπανών και την αναζήτηση νέων τεχνικών οργάνωσης της κοινωνικής προστασίας.
Υπό αυτά τα δεδομένα τίθεται το ερώτημα κατά πόσον στο πλαίσιο της επιστημονικής συζήτησης γύρω από το κοινωνικό κεκτημένο ή την αγωγιμότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων μπορούν να υποστηριχθούν θέσεις και επιχειρήματα ερήμην των συγκεκριμένων οικονομικοπολιτικών τάσεων. Με άλλες λέξεις : Τί συνέπειες μπορούν να έχουν οι θεωρητικές απόψεις για το απόλυτο ή έστω το σχετικό κοινωνικό κεκτημένο ή για την αναγνώριση των κοινωνικών δικαιωμάτων ως αγώγιμων εξ υποκειμένου δικαιωμάτων, τη στιγμή που σε ευρωπαϊκό επίπεδο συντελείται η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους ή, πάντως, η προσπάθεια διάσωσής του με την αναζήτηση νέων, ευέλικτων ή επιλεκτικών μορφών οργάνωσης του κοινωνικού χώρου.
Η συνταγματική αποτύπωση της διαρθρωτικής, αναδιανεμητικής παρέμβασης του κράτους πρόνοιας στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα έλαβε χώρα κατά τη δεύτερη και την τρίτη φάση του συνταγματισμού. Ο επιστημονικός διάλογος γύρω από την κανονιστική πυκνότητα των διατάξεων οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου, οδηγούμενος στα ακραία όριά του, έθεσε το ερώτημα κατά πόσον η συνταγματική κατοχύρωση διατάξεων που άπτονται των οικονομικών λειτουργιών και της κοινωνικής πολιτικής του κράτους πρόνοιας, συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να συνεχίσει το σύνταγμα να αποτελεί θεμέλιο της έννομης τάξης και να επιτελεί την οργανωτική, εγγυητική και νομιμοποιητική του λειτουργία ή, αντίθετα, συνεπάγεται την αποδυνάμωση της κανονιστικής ισχύος του συντάγματος και την αφετηρία παραμόρφωσης και παρακμής του συνταγματικού κράτους.
Από μια διαφορετική σκοπιά, το πρόβλημα της συνταγματοποίησης των λειτουργιών του κράτους πρόνοιας μπορεί να τεθεί υπό την έννοια εάν και κατά πόσον η αναγνώριση στο συνταγματικό επίπεδο κοινωνικών δικαιωμάτων διευκολύνει ή παρεμποδίζει τη δράση του, στο μέτρο που θέτει συγκεκριμένα όρια και κατευθύνσεις στον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση, σε ένα πεδίο που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη διαρκούς αναπροσαρμογής στα μεταβαλλόμενα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα. Με αφετηρία τα προηγούμενα ερωτήματα διαμορφώθηκαν αντίθετες απόψεις και σχολές, όχι μόνο σχετικά με τη σκοπιμότητα συνταγματοποίησης του κράτους πρόνοιας, αλλά και γύρω από το νομικό περιεχόμενο και την κανονιστική πυκνότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, στις περιπτώσεις που αυτά κατοχυρώθηκαν.
Η συνταγματολογική προσέγγιση των κοινωνικών δικαιωμάτων προϋποθέτει αναπόδραστα την αναγωγή στην πολιτειολογική, κοινωνιολογική, φιλοσοφική και πολιτική διάσταση. Σε ένα πρώτο στάδιο η αναζήτηση του περιεχομένου και του νοήματός τους επιβάλλει την ανάλυση των μετασχηματισμών του κρατικού φαινομένου, οι οποίοι οδήγησαν αρχικά στην κατοχύρωσή τους στα σύγχρονα ευρωπαϊκά συνταγματικά κείμενα, αλλά ακολούθως στην αμφισβήτηση του κανονιστικού τους περιεχομένου.
Η μελέτη χωρίζεται σε τρία μέρη, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει δύο κεφάλαια. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος της μελέτης επιχειρείται η σύνδεση της συνταγματικής κατοχύρωσης και της ερμηνείας των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου με τις διαφορετικές λειτουργίες που εμφανίζεται να επιτελεί το σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν την έκφραση, στο συνταγματικό επίπεδο, των μετασχηματισμών του κράτους από το αυστηρό φιλελεύθερο-δικαιοκρατικό μοντέλο στο σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου. Πρόκειται για το φαινόμενο του συνταγματικού επεκτατισμού, που αποτελεί σύμπτωμα της ιστορικότητας του συντάγματος και σημαίνει ότι το σύνταγμα καλείται να συμπεριλάβει στο ρυθμιστικό του πεδίο τις νέες μορφές κρατικής δράσης. Η επέκταση των κρατικών λειτουργιών και η διαμόρφωση νέων μορφών νομιμοποίησης συνεπιφέρει κατ’ ανάγκη τη διεύρυνση του ρυθμιστικού αντικειμένου του συντάγματος. Με τη δεύτερη και την τρίτη φάση του συνταγματισμού τίθενται σε ισχύ συντάγματα όπου τυποποιείται η αναδιανεμητική και η “διορθωτική” λειτουργία του κράτους.
Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, ειδικότερα, επιχειρείται η συνοπτική καταγραφή των διαδοχικών φάσεων μετάβασης του αυστηρού φιλελεύθερου προτύπου οργάνωσης της πολιτείας προς το κοινωνικό κράτος, ως αποτελέσματος μιας σειράς οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών αλλαγών. Το παρεμβαίνον κράτος του 20ού αιώνα καλείται να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες αυτορύθμισης του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Στη θέση της αρχής της επικουρικότητας εμφανίζονται νέες μορφές παρέμβασης του κράτους στον οικονομικό και κοινωνικό χώρο. Οι μεταβολές αυτές επιδρούν συνολικά στο θεσμικό οικοδόμημα του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Το δικαιοκρατικό μοντέλο σχετικοποιείται, καθώς η σχεδιασμένη παρέμβαση στον χώρο της οικονομίας επιβάλλει την υιοθέτηση νέων μορφών κάλυψης της κρατικής δραστηριότητας.
Η φύση και η λειτουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων εμφανίζεται ταυτόχρονα άρρηκτα συνδεδεμένη και με τις επιμέρους μορφές νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Η συνταγματοποίησή τους συναρμόζεται με την ανάδειξη τύπων πολιτικής νομιμοποίησης που προϋποθέτουν την αναδιανεμητική λειτουργία του κράτους και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων τις οποίες προκαλούν οι μηχανισμοί της ελεύθερης αγοράς. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ειδικότερα, αναλύονται οι διαφορετικές μορφές που λαμβάνει η νομιμοποιητική λειτουργία του κράτους κατά τη μετάβαση από το φιλελεύθερο στο κοινωνικό κράτος και επιχειρείται η σύνδεσή τους με διαφορετικούς τύπους συνταγμάτων. Η διεύρυνση του ρυθμιστικού αντικειμένου του συντάγματος, η αναδιάταξη των κρατικών λειτουργιών και οι νέες μορφές πολιτικής νομιμοποίησης εμφανίζονται ενόψει της κρίσης του κοινωνικού κράτους να κλονίζουν τη νομικοπολιτική ισχύ του συντάγματος. Η συνταγματοποίηση του κοινωνικού κράτους θέτει έτσι υπό αμφισβήτηση τη “λειτουργικότητα” του συντάγματος στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας αναλύονται ακριβώς εκείνες οι παράμετροι του προβλήματος που αναδεικνύουν τις διατάξεις κοινωνικού περιεχομένου σε στοιχείο διακυνδύνευσης του σύγχρονου συνταγματικού κράτους και επιχειρείται η εξήγηση της κανονιστικής τους αβεβαιότητας. Πιο συγκεκριμένα, στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται η ανάδειξη της σύγκρουσης κοινωνικού κράτους και κράτους δικαίου μέσα από τη σχέση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, προσεγγίζεται η πολυσχιδία των νομικών μορφών που λαμβάνουν τα κοινωνικά δικαιώματα, καθώς επίσης ο οικονομικός χαρακτήρας, η εγγενής ελαστικότητα και η μετασχηματιστική τους λειτουργία, ως εκείνα τα καταστατικά γνωρίσματα που τα διακρίνουν από τις άλλες μορφές θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η διερεύνηση της επιχειρηματολογίας υπέρ και κατά της κατοχύρωσης κοινωνικών δικαιωμάτων, η οποία συμπίπτει, άλλωστε, με την επιχειρηματολογία υπέρ και κατά του νομικά δεσμευτικού τους χαρακτήρα, είναι δυνατό να οδηγήσει στην δημιουργία ζευγών αντίθετων επιχειρημάτων (επιχείρημα-αντεπιχείρημα) πάνω στο ίδιο ζήτημα – για παράδειγμα επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα πάνω στο ζήτημα της αγωγιμότητάς τους ή της νομιμοποιητικής τους λειτουργίας. Η ανάδειξη της “ασυμβατότητας” της επιχειρηματολογίας, “ασυμβατότητας” η οποία έχει ως συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η στάθμιση των επιχειρημάτων ώστε να επιτευχθεί η εξεύρεση μιας συναινετικής εκδοχής σε επίπεδο γενικής θεωρίας, ολοκληρώνεται στο τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας με τη σύνδεση των επιμέρους επιχειρημάτων με συγκεκριμένες ερμηνευτικές προαντιλήψεις οι οποίες υποκρύπτονται πίσω από αυτά. Αυτές οι ερμηνευτικές προαντιλήψεις άπτονται διαφορετικών θέσεων σχετικά με το δίκαιο και το ρόλο του δικαστή, σχετικά με τη μορφή και τη λειτουργία του συντάγματος καθώς και διαφορετικών θεωριών περί πολιτείας και περί πολιτικής.
Το πρόβλημα της κανονιστικής πυκνότητας των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου θα μπορούσε να λυθεί με το τέλος του δεύτερου μέρους της εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα γινόταν δεκτή η δυνατότητα της ερμηνευτικής πολλαπλότητας που προσφέρει η θεωρία των προερμηνευτικών επιλογών, η οποία στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε από τον Δ. Θ. Τσάτσο και προκάλεσε έναν ενδιαφέροντα όσο και έντονο επιστημονικό διάλογο. Ωστόσο, για τον προσδιορισμό του νοήματος ενός συνταγματικού κανόνα αναγκαία είναι η αποσαφήνιση του ερωτήματος, από ποιες ιστορικές διαδικασίες και κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις πηγάζει. Η αξιοποίηση της θεωρίας των προερμηνευτικών επιλογών δεν σημαίνει ότι η συνταγματική ερμηνεία οδηγείται αναπόφευκτα στο σχετικισμό, κατά τρόπον ώστε να δημιουργείται καθεστώς ανασφάλειας δικαίου ή να επιβάλλεται στην πράξη η άποψη της εκάστοτε κρατούσας πλειοψηφίας. Αντίθετα, η προερμηνευτική επιλογή πρέπει να θεμελιώνεται στην συγκεκριμένη ιστορικότητα, σε αυτήν ακριβώς που αποτελεί και το πεδίο γένεσης, εξέλιξης και πραγμάτωσης του συντάγματος. Η αποδοχή της άποψης αυτής απεγκλωβίζει τη συνταγματική ερμηνεία από μια στείρα τυποκρατική μεθοδολογία και προσδίδει στο σύνταγμα μια δυναμική και ιστορική διάσταση αναπροσδιορισμού του νοήματός του μέσα από την εκάστοτε συνάντησή του με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, αδιευκρίνιστο μένει το ερώτημα πώς θα συγκεκριμενοποιηθεί η έννοια της “ιστορικότητας”, ώστε να καταστεί παράμετρος της συνταγματικής ερμηνείας.
Η συγκεκριμενοποίηση της “ιστορικότητας” επιχειρείται στο τρίτο μέρος της εργασίας με την προσφυγή στο πραγματικό σύνταγμα, ως έννοιας που εκφράζει ακριβώς την συνάντηση τυπικού συντάγματος και πολιτικής πραγματικότητας μέσα από τη διαμεσολάβηση των αποδεκτών των νομικών ρυθμίσεων, δηλαδή της “ανοιχτής κοινωνίας των ερμηνευτών”. Η ιστορικότητα του συντάγματος, όπως αναδεικνύεται στο πρώτο μέρος της εργασίας, επηρεάζει την ίδια τη μέθοδο ερμηνείας του. Η εξειδίκευση της έννοιας της ιστορικότητας ως ερμηνευτικής παραμέτρου του συντάγματος αναπτύσσεται στο πέμπτο κεφάλαιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύνταγμα προσεγγίζεται ως μορφή κοινωνικής πρακτικής και ερμηνευτική στάση που αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου θεσμικού πολιτισμού, και ως “συσσώρευση διαφόρων ιστορικών και κανονιστικών στιγμών στο κείμενο του Συντάγματος”. Το πραγματικό σύνταγμα λειτουργεί ως επικουρικό κριτήριο προς τις παραδοσιακές μεθόδους και τους ειδικούς κανόνες ερμηνείας του συντάγματος, στις δισεπίλυτες περιπτώσεις, σε εκείνες δηλαδή τις περιπτώσεις όπου καθίσταται δυσχερής η ανεύρεση της ορθότερης ερμηνευτικής λύσης.
Το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη τη συνταγματική ερμηνεία. Ειδικότερα, το πέμπτο κεφάλαιο της εργασίας ολοκληρώνεται με τη διαπλοκή της προβληματικής του κοινωνικού κράτους με την ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου και προτείνεται η σύγκριση δικαίου ως ερμηνευτική μέθοδος, ενόψει της λειτουργικής αλληλεξάρτησης των εθνικών συνταγματικών τάξεων και του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου. Η αξιοποίηση της έννοιας της ιστορικότητας νομιμοποιεί στο “μεταμεθοδολογικό” επίπεδο τη χρησιμοποίηση της σύγκρισης δικαίου ως ερμηνευτικού εργαλείου ανάδειξης του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ταυτόχρονα και προώθησης της εναρμόνισης των θεσμών τους και δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού κοινωνικού και οικονομικού χώρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η σύγκριση των πραγματικών συνταγμάτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο μιας “φιλικής προς την Ευρώπη ερμηνείας του Συντάγματος” αναδεικνύεται σε μέθοδο υπέρβασης της ασυμβατότητας των απόψεων σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα, με άλλα λόγια, ως “ερμηνευτική σύμβαση” βασισμένη στην ιστορικότητα του Συντάγματος.
Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης επιχειρείται η εφαρμογή της μεθοδολογικής αυτής κατεύθυνσης στο παράδειγμα των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου, με τη σύγκριση των πραγματικών συνταγμάτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εγγυήσεων του κράτους πρόνοιας, καθώς και με τη συνοπτική ερμηνευτική προσέγγιση των επιμέρους κοινωνικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα του 1975/86.