(385 σελ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001).
Βιβλιοκρισία Γιάννη Υφαντόπουλου
Μέσα από συχνά επώδυνες ή συγκρουσιακές διαδικασίες, τα κοινωνικά κράτη στον ευρωπαϊκό χώρο μεταμορφώνονται. Η μετάβαση στη μεταβιομηχανική κοινωνία και στην «εποχή της παγκοσμιοποίησης» επιφέρει σταδιακά την εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους απασχόλησης και της καθολικής κοινωνικής προστασίας. Ωστόσο η Ευρώπη παραμένει δέσμια της ιστορίας της και του πολιτικού και θεσμικού πολιτισμού της. Η επιβίωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου και η ανανοηματοδότηση των αρχών της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελούν το σημαντικότερο ίσως διακύβευμα του εικοστού πρώτου αιώνα, για να διατηρήσει η ευρωπαϊκή ήπειρος την πολιτισμική της φυσιογνωμία.
Οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους, με άξονες την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων και την επιλεκτική κοινωνική προστασία, δεν συναντούν μόνο πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά περιορίζονται από σημαντικές θεσμικές αντιστάσεις και «νομικά αναχώματα». Πέρα από τις μεγάλες μάχες σε επίπεδο κοινωνικών ή συνδικαλιστικών αγώνων, η υπεράσπιση θεμελιωδών χαρακτηριστικών του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου συντελείται μέσα από «μικρές μάχες», που διεξάγονται μεταξύ νομικών στο πεδίο της ερμηνείας και της εφαρμογής κανονιστικών ρυθμίσεων. Σε μια περίοδο συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας προς όφελος υπερεθνικών οργανισμών, εν ονόματι της απελευθέρωσης των διεθνών οικονομικών συναλλαγών, τα εθνικά Συντάγματα επιμένουν να λειτουργούν ως «οχυρά», ως τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι σε πολιτικές που εμφανίζονται να πλήττουν τα θεσμικά υποστυλώματα του κοινωνικού κράτους.
Στην ελληνική περίπτωση το ήδη ισχνό και υπολειμματικό κοινωνικό κράτος τείνει να προσαρμοστεί, σταδιακά, στις απαιτήσεις των καιρών, παρ’ όλο που η ιστορική του εξέλιξη, όπως άλλωστε και εν γένει της ελληνικής κοινωνίας, διαφέρει σημαντικά από αυτήν των ευρωπαίων εταίρων της. Τα ελλείμματα και οι δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνικής διοίκησης επιχειρείται να αντιμετωπιστούν με γνώμονα έναν διπλό στόχο: την ταυτόχρονη επίτευξη τόσο της αποτελεσματικής λειτουργίας των θεσμών όσο και της προσαρμογής τους στις σύγχρονες τάσεις.
Η δύσκολη αυτή πορεία σημαδεύεται από αξιοσημείωτες συμπτώσεις. Ο «σκληρός Απρίλης» του 2001 ξεκίνησε με τη ρητή κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου στο νέο Σύνταγμα της ελληνικής πολιτείας και προχώρησε, λίγες μέρες μετά, με τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που προκάλεσαν οι κυβερνητικές προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Η σύμπτωση αυτή θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να προκαλέσει την απορία, μήπως η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής αρχής δεν υπήρξε παρά μια πονηριά της πολιτικής εξουσίας, ένα κοινωνικό προσωπείο ενόψει της αποδόμησης του ήδη ισχνού κοινωνικού κράτους. Το κρίσιμο αυτό ερώτημα διαπερνά, υπό τας γραμμάς, ολόκληρο το βιβλίο και η απάντησή του θεμελιώνεται στην υπόθεση εργασίας ότι οι συνταγματικές εγγυήσεις αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για μια «κοινωνία του μη αποκλεισμού».
Η ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων δεν αποτελεί μια εφάπαξ διεξαγόμενη διαδικασία, αλλά προϋποθέτει το διαρκή διάλογο της επιστήμης με την πράξη. Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που προϋποθέτουν τον επιστημονικό και κοινωνικό διάλογο και την επιδίωξη συναινέσεων, ιδίως σε «ευαίσθητα» πεδία όπως η κοινωνική διοίκηση. Ένας από τους βασικούς άξονες που διατρέχουν το βιβλίο αυτό, αποτελεί η επίμονη αναζήτηση των συνταγματικών ορίων και των αρχών ή κανόνων του διεθνούς και ευρωπαϊκού θεσμικού οπλοστασίου που διέπουν και οριοθετούν τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Με αφετηρία τις κατευθύνσεις και τα συμπεράσματα που συνάγονται από τη διερεύνηση του συνταγματικού, διεθνούς και ευρωπαϊκού πλαισίου, επιχειρείται η πραγμάτευση επιμέρους προβλημάτων του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, στη φάση της εκ βάθρων αναδιάρθρωσής του.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύονται τα σημαντικότερα πεδία όπου διαδραματίζονται οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους στην «εποχή της παγκοσμιοποίησης» και διερευνώνται οι άμυνες και οι αντιστάσεις έναντι αυτών των μεταρρυθμίσεων. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται μια συνολική κριτική παρουσίαση των τάσεων αναδιάρθρωσης της κοινωνικής διοίκησης και ερευνάται η συμβατότητά τους με τις συνταγματικές εγγυήσεις. Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο κρίσιμο ζήτημα της συνταγματικής κατοχύρωσης ενός κοινωνικού κεκτημένου απρόσβλητου από τις εκάστοτε επιλογές της πολιτικής εξουσίας. Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο προσεγγίζονται τα καταστατικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων και επιχειρείται η διάψευση της κρατούσας αντίληψης ότι το κοινωνικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπει δικαιολογημένη αισιοδοξία για το μέλλον του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια του πρώτου μέρους, πέμπτο και έκτο, προσεγγίζονται δύο εξαιρετικά σημαντικές ενότητες της συζήτησης για το κοινωνικό κράτος. Συγκεκριμένα, στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύονται οι διαφορετικές αντιλήψεις για το χαρακτήρα της υγείας ως εννόμου αγαθού και, αντίστοιχα, τα διαφορετικά νομοθετικά μοντέλα που έχουν προταθεί και εφαρμοστεί στη χώρα μας για την προστασία του δικαιώματος στην υγεία. Το έκτο κεφάλαιο άπτεται των θεσμών και πολιτικών επαγγελματικής κατάρτισης, ως «τεχνικής» για την εφαρμογή των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, και διαπιστώνονται, μέσω και της συγκριτικής προσέγγισης με τα ισχύοντα σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, οι αδυναμίες και οι εναλλακτικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται στην κοινωνική προστασία ορισμένων ευάλωτων ή λιγότερο ευνοημένων πληθυσμιακών ομάδων. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εξαγγελία της ιδιαίτερης μέριμνας του σύγχρονου κοινωνικού κράτους για τις πληθυσμιακές αυτές ομάδες αποτελεί μια ορθή επιλογή. Με αφετηρία την αντίληψη αυτή επιχειρείται, λοιπόν, στα τέσσερα κεφάλαια του δεύτερου μέρους, η διερεύνηση των θεσμικών ρυθμίσεων που αφορούν την κοινωνική προστασία της οικογένειας, ιδίως των μονογονεϊκών και των πολύτεκνων οικογενειών (έβδομο κεφάλαιο), των ατόμων με ειδικές ανάγκες (όγδοο κεφάλαιο), των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών (ένατο κεφάλαιο), των παιδιών και των νέων (δέκατο κεφάλαιο). Τα κε¬φάλαια αυτά δομούνται ως εξής: προτάσσεται η ανάλυση των συνταγματικών διατάξεων, των διεθνών κειμένων και των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθεί η κριτική προσέγγιση της ισχύουσας νομοθεσίας και, τέλος, διατυπώνονται επιμέρους μεταρρυθμιστικές προτάσεις για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για την κοινωνική προστασία κάθε εξεταζόμενης πληθυσμιακής ομάδας.
Το επίμετρο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη συνταγματικοπολιτική συζήτηση γύρω από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και την κατοχύρωση ορισμένων νέων διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου. Ως γνωστόν ένα από τα πιο επίμαχα και προβεβλημένα ζητήματα στην πορεία του αναθεωρητικού εγχειρήματος υπήρξε η ενίσχυση της συνταγματικής διάστασης του κοινωνικού κράτους, με έμφαση στο αίτημα κατοχύρωσης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για κάθε πολίτη. Στο επίμετρο επιχειρείται ακριβώς η επεξεργασία των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων που διατυπώθηκαν και η κριτική αποτίμηση της ενδιαφέρουσας αυτής συζήτησης. Παράλληλα, αναζητούνται οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η ρητή κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου για το μέλλον του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας.