Επιμέλεια: Δ. Κλάδης, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Πανούσης (405 σελ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007).
{gallery}eksofylla/21{/gallery}
Το ελληνικό πανεπιστήμιο τελεί σήμερα σε μια πολύπλευρη κρίση νομιμοποίησης. Κρίση νομιμοποίησης απέναντι στην κοινωνία, κρίση ταυτότητας ενόψει των διεθνών εξελίξεων και ιδίως ενόψει της συγκρότησης του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, κρίση αξιοπιστίας ως προς την οργάνωση και λειτουργία του, κρίση στο επίπεδο των σχέσεων Υπουργείου Παιδείας – πανεπιστημιακής κοινότητας. Παράλληλα τίθενται κρίσιμα ζητήματα ως προς τα δίπολα δημόσιο-ιδιωτικό, εσωστρεφές-εξωστρεφές, κέντρο-περιφέρεια, εκπαίδευση-έρευνα, πανεπιστημιακές-τεχνολογικές σπουδές, πανεπιστήμιο αξιών-κοινωνικό ή/και επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, τριτοβάθμια-δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τόσα άλλα.
Από την πλευρά της η ελληνική κοινωνία δεν έχει παύσει να εκφράζει την ενίοτε αντιφατική απαίτηση για μαζική ανώτατη εκπαίδευση, δημιουργία νέων πανεπιστημίων και σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών και των πτυχίων με την αγορά εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι κυοφορούμενες κυβερνητικές «μεταρρυθμίσεις» εμφανίζονται άτολμες, βραδείες και ανεπαρκώς σχεδιασμένες ουσιαστικά και διαδικαστικά, η δε επιφυλακτικότητα από την πλευρά της ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στο «μεταρρυθμιστικό» εγχείρημα, αλλά και στη μεταρρυθμιστική αναγκαιότητα, και η επικέντρωση των αιτημάτων των πανεπιστημιακών συνδικαλιστικών φορέων πρωτίστως στο ζήτημα της χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης εμφανίζονται να μην λαμβάνουν υπόψη το εύρος και την πολυπλοκότητα της προαναφερθείσας κρίσης. Αναπόφευκτα, στο πλαίσιο αυτό, η γενικευμένη απαξίωση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου συνεχίζεται αμείωτη, συνοδευόμενη κατ’ επέκταση και από την υποτίμηση του σημαντικού έργου που επιτελείται στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Μια εικοσιπενταετία μετά τη θεσμική τομή που επέφερε ο νόμος-πλαίσιο στη λειτουργία των πανεπιστημίων, αναπότρεπτη εμφανίζεται λοιπόν η αναγκαιότητα μιας νέας πραγματικής και ουσιαστικής μεταρρύθμισης, που αφ’ ενός θα αξιοποιήσει την αποτίμηση της εφαρμογής του νόμου-πλαισίου και αφ’ ετέρου θα επιχειρήσει να προσαρμόσει το νομοθετικό πλαίσιο με γνώμονα τα νέα δεδομένα στον ελληνικό αλλά και τον ευρωπαϊκό χώρο. Πέρα όμως από ζητήματα που άπτονται της «εν στενή εννοία» διοικητικής-οργανωτικής διάστασης του ελληνικού πανεπιστημίου, ο κοινωνικός και επιστημονικός διάλογος τίθεται μπροστά σε μια σειρά προκλήσεων που σχετίζονται με τις θεσμικές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και με τις ευρύτερες μεταλλαγές που κωδικοποιούνται εν συνόψει υπό τους όρους «μεταβιομηχανική εποχή», «κοινωνία της γνώσης» και «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο».
Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα ο σχετικός διάλογος; Η κυβερνητική εξαγγελία, ήδη από το 2004, της πρόθεσης μεταρρύθμισης του νόμου-πλαισίου κατέληξε δύο χρόνια αργότερα στη δημοσιοποίηση από το ΥΠΕΠΘ του «Προσχεδίου πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» (21 Ιουνίου 2006). Προηγήθηκε η κατάθεση του τελικού πορίσματος της Επιτροπής για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (28 Απριλίου 2006), η διατύπωση θέσεων από τη Σύνοδο Πρυτάνεων και Προέδρων Δ.Ε. (6 Μαΐου 2006), αλλά και η φοιτητική εξέγερση της περιόδου Μαΐου – Ιουλίου 2006, που συνοδεύθηκε από απεργιακές κινητοποιήσεις των πανεπιστημιακών. Η ευρεία δημοσιότητα που έλαβαν οι προηγούμενες εξελίξεις, η πλούσια αρθρογραφία στον τύπο και μια σειρά επιστημονικών εκδηλώσεων επί των ζητημάτων αυτών θα μπορούσαν να προοιωνίζουν την ωρίμανση των συνθηκών για την πραγματοποίηση τομών στην ανώτατη εκπαίδευση. Ωστόσο το μεν Προσχέδιο Νόμου που κατέθεσε το ΥΠΕΠΘ κρίνεται ως αποσπασματικό και περιορισμένης μεταρρυθμιστικής εμβέλειας, η δε κυρίαρχη αντίληψη στην πλευρά της πανεπιστημιακής κοινότητας χαρακτηρίζεται ως στερούμενη ευκρινών μεταρρυθμιστικών θέσεων.
Παράλληλα με το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του νόμου-πλαισίου και, όπως αποδεικνύεται, κατά ατυχή συγκυρία, άνοιξε ο διάλογος για την αναθεώρηση του Συντάγματος και κατατέθηκαν στη Βουλή σχετικές προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας (25 Μαΐου 2006) και του ΠΑΣΟΚ (8 Ιουνίου 2006). Τόσο η κυβερνητική πλειοψηφία όσο και η μείζων αντιπολίτευση εμφανίζονται να υποστηρίζουν την τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Η συγκυρία αποδείχθηκε πάντως ατυχής διότι το εν πολλοίς αυτοτελές ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποπροσανατόλισε σε σημαντικό βαθμό την ευρύτερη συζήτηση για τις θεσμικές μεταβολές στην ανώτατη εκπαίδευση και μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος της «αντιμεταρρυθμιστικής» πλευράς, με συνέπεια να ενταθεί, ενίοτε κατά τρόπο άγονο, η «ιδεολογικοποίηση» της συνολικής επιχειρηματολογίας και να μεταφερθεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο μελλοντικό, συνταγματικής περιωπής ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρότι ουδείς αρνείται ότι εν τέλει το μείζον διακύβευμα αποτελεί η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Με τις τριάντα συμβολές του ανά χείρας τόμου, που σε μια πρώτη μορφή συζητήθηκαν, στην πλειονότητά τους, στο συνέδριο που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου στις 29 και 30 Μαρτίου 2006 στην Αθήνα, με θέμα: «Ο ρόλος του πανεπιστημίου στον 21ο αιώνα», επιχειρείται η πραγμάτευση όλων των κεντρικών ερωτημάτων που άπτονται της φυσιογνωμίας και της μεταρρύθμισης του ελληνικού πανεπιστημίου στον 21ο αιώνα. Με αφετηρία την κριτική προσέγγιση της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού πανεπιστημίου και των ιδεολογικών – συμβολικών διεργασιών που συνοδεύουν τη σταδιακή μετάβαση από το χουμπολντιανό πανεπιστήμιο των αξιών στο ανοιχτό πανεπιστήμιο, αλλά και στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο (κεφάλαιο πρώτο), εξετάζονται κατ’ αρχάς οι επιπτώσεις της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης για το ελληνικό πανεπιστήμιο (κεφάλαιο δεύτερο). Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες και τα στάδια που προβλέπει η Διαδικασία της Μπολώνιας, όπως εμπλουτίστηκε μέχρι σήμερα, και γιατί προκαλούν, τουλάχιστον στην Ελλάδα, τόσο έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της πανεπιστημιακής κοινότητας; Γιατί στην ατζέντα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης η Διαδικασία της Μπολώνιας βρίσκεται ακόμη αρκετά χαμηλά, σε σύγκριση με ζητήματα όπως η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων;
Πέρα από τις μείζονες μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες που θέτει η Διαδικασία της Μπολώνιας, το ελληνικό πανεπιστήμιο συνεχίζει να απασχολεί μια σειρά οργανωτικών-λειτουργικών ζητημάτων που αφορούν τις δομές αυτοδιοίκησης, τη σχέση κεντρικού κράτους και πανεπιστημίων, τη δημοσιονομική αυτοτέλεια, το σύστημα διασφάλισης ποιότητας, τους συσχετισμούς ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες που εντάσσονται στο «πανεπιστήμιο των ομάδων», την οργάνωση των σπουδών και της έρευνας, το καθεστώς των μελών ΔΕΠ, το πανεπιστημιακό άσυλο κ.λπ. (τρίτο κεφάλαιο). Ποια είναι τα συνταγματικά όρια από τα οποία δεσμεύεται ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα στα πεδία αυτά; Υπάρχει πράγματι και πώς εκδηλώνεται η διοικητική κρίση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου; Πώς θα μπορούσε να περιοριστεί η διοικητική εποπτεία του ΥΠΕΠΘ και να ενισχυθεί η δημοσιονομική αυτοτέλεια χωρίς να ενταθούν τα φαινόμενα «πανεπιστημιακής ανομίας»; Με βάση ποιο μοντέλο θα ήταν εφικτή η μετατροπή της σχέσης πανεπιστημίων-ερευνητικών κέντρων από ανταγωνιστική σε συμπληρωματική;
Η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, υπό μορφή είτε κερδοσκοπικών είτε μη κερδοσκοπικών φορέων, αντιμετωπίζεται με όρους «υψηλής ιδεολογικοποίησης». Σημαντικό είναι ωστόσο να αναδειχθούν τόσο τα επιχειρήματα που τονίζουν τα πλεονεκτήματα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, όσο και η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής παροχής ανώτατης εκπαίδευσης από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (κεφάλαιο τέταρτο). Στο σχετικό διάλογο υπεισέρχεται πάντως σήμερα μια νέα παράμετρος, που θέτει το πρόβλημα σε νέα βάση, και συγκεκριμένα η πρόσφατη κοινοτική οδηγία 2005/36/ΕΚ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσον είναι προτιμότερο να εμμείνει η ελληνική πολιτεία στην απαγόρευση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, με άδηλες συνέπειες ως προς το status των παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων υπό καθεστώς δικαιόχρησης, ή εάν σκοπιμότερη είναι η αναγνώριση της δυνατότητας λειτουργίας τους υπό προϋποθέσεις και εγγυήσεις ακαδημαϊκής ελευθερίας αντίστοιχες προς αυτές που διέπουν τα δημόσια πανεπιστήμια.
Περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα της σχέσης των πανεπιστημίων με την αγορά και την οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη (κεφάλαιο πέμπτο). Ποιος είναι ο αναπτυξιακός ρόλος των πανεπιστημίων; Πώς (πρέπει να) συνδέονται τα προγράμματα σπουδών με την αγορά εργασίας; Μπορεί να συναρμοσθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία και η λειτουργία του πανεπιστημίου, ως χώρου καλλιέργειας του λόγου και της κριτικής σκέψης, με την «κατά παραγγελίαν» ερευνητική δράση; Ή ακόμα και με την υλοποίηση του τρίτου ρόλου του πανεπιστημίου για την υπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας; Αλλά και πέρα από αυτό, σε ποια ακριβώς «αγορά» καλούνται να αποτανθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια και κατά πόσον στην ελληνική αγορά υπάρχει ζήτηση εφαρμοσμένης έρευνας; Ή, πώς διατυπώνονται οι ανάγκες της κοινωνίας; Ποιες είναι, τέλος, οι αναπτυξιακές επιπτώσεις της ίδρυσης περιφερειακών πανεπιστημίων και κατά πόσον είναι συμβατές με το σχεδιασμό μιας δημόσιας πολιτικής στην ανώτατη εκπαίδευση;
Η μεταρρύθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου συνδέεται ωστόσο και με μια σειρά ευρύτερων προβλημάτων θεσμικού εκσυγχρονισμού (κεφάλαιο έκτο). Κατ’ αρχάς τίθεται το πρόβλημα της ποιότητας του λυκείου, ως «πηγής τροφοδότησης» του ανθρώπινου δυναμικού στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Πώς μπορεί να αποτελέσει το πανεπιστήμιο ένα θεσμό ερευνητικής αριστείας, συνδεδεμένο με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και το πρόταγμα της οικονομίας της γνώσης, τη στιγμή που καλείται ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως θεσμός μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης προσβάσιμος σε πλατειά κοινωνικά στρώματα, και μάλιστα χωρίς να διασφαλίζονται επαρκείς «δικλείδες ασφαλείας» ως προς το επίπεδο γνώσεων των εισαγόμενων φοιτητών, αλλά και ως προς τον ακαδημαϊκό προσανατολισμό τους στις σχολές ουσιαστικής προτίμησής τους; Εξάλλου, ερωτάται πώς μπορεί να επιτευχθεί η αναβάθμιση των πανεπιστημίων αν δεν ενισχυθεί η αυτονομία και ο ανταγωνισμός των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, η πολυτυπία, η πρωτοβουλιακότητα των διδασκόντων, η διαφάνεια και ο κοινωνικός έλεγχος.
Ο επιστημονικός διάλογος και η επεξεργασία προτάσεων μεταρρύθμισης του ελληνικού πανεπιστημίου δεν θα ήταν πάντως ορθό να περιοριστεί στην αφομοίωση της Διαδικασίας της Μπολώνιας ή στην εισαγωγή διορθωτικών παρεμβάσεων στο νόμο-πλαίσιο. Ο εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης προϋποθέτει την ανάπτυξη της ακαδημαϊκής υπευθυνότητας και την επένδυσή της με ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» πανεπιστημίου-πολιτείας, την αποκατάσταση μιας σειράς παραμελημένων πνευματικών και ακαδημαϊκών αξιών, την αναδιάρθρωση του μοντέλου διοίκησης και της θεσμικής αρχιτεκτονικής των πανεπιστημίων, την καλλιέργεια μιας νέας πανεπιστημιακής κουλτούρας (κεφάλαιο έβδομο). Ο επαναπροσδιορισμός της φυσιογνωμίας, των στόχων και των λειτουργιών του ελληνικού πανεπιστημίου αποτελεί εν τέλει το πραγματικό διακύβευμα ενός μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος.
Από την πλευρά της η ελληνική κοινωνία δεν έχει παύσει να εκφράζει την ενίοτε αντιφατική απαίτηση για μαζική ανώτατη εκπαίδευση, δημιουργία νέων πανεπιστημίων και σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών και των πτυχίων με την αγορά εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι κυοφορούμενες κυβερνητικές «μεταρρυθμίσεις» εμφανίζονται άτολμες, βραδείες και ανεπαρκώς σχεδιασμένες ουσιαστικά και διαδικαστικά, η δε επιφυλακτικότητα από την πλευρά της ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στο «μεταρρυθμιστικό» εγχείρημα, αλλά και στη μεταρρυθμιστική αναγκαιότητα, και η επικέντρωση των αιτημάτων των πανεπιστημιακών συνδικαλιστικών φορέων πρωτίστως στο ζήτημα της χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης εμφανίζονται να μην λαμβάνουν υπόψη το εύρος και την πολυπλοκότητα της προαναφερθείσας κρίσης. Αναπόφευκτα, στο πλαίσιο αυτό, η γενικευμένη απαξίωση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου συνεχίζεται αμείωτη, συνοδευόμενη κατ’ επέκταση και από την υποτίμηση του σημαντικού έργου που επιτελείται στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Μια εικοσιπενταετία μετά τη θεσμική τομή που επέφερε ο νόμος-πλαίσιο στη λειτουργία των πανεπιστημίων, αναπότρεπτη εμφανίζεται λοιπόν η αναγκαιότητα μιας νέας πραγματικής και ουσιαστικής μεταρρύθμισης, που αφ’ ενός θα αξιοποιήσει την αποτίμηση της εφαρμογής του νόμου-πλαισίου και αφ’ ετέρου θα επιχειρήσει να προσαρμόσει το νομοθετικό πλαίσιο με γνώμονα τα νέα δεδομένα στον ελληνικό αλλά και τον ευρωπαϊκό χώρο. Πέρα όμως από ζητήματα που άπτονται της «εν στενή εννοία» διοικητικής-οργανωτικής διάστασης του ελληνικού πανεπιστημίου, ο κοινωνικός και επιστημονικός διάλογος τίθεται μπροστά σε μια σειρά προκλήσεων που σχετίζονται με τις θεσμικές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και με τις ευρύτερες μεταλλαγές που κωδικοποιούνται εν συνόψει υπό τους όρους «μεταβιομηχανική εποχή», «κοινωνία της γνώσης» και «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο».
Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα ο σχετικός διάλογος; Η κυβερνητική εξαγγελία, ήδη από το 2004, της πρόθεσης μεταρρύθμισης του νόμου-πλαισίου κατέληξε δύο χρόνια αργότερα στη δημοσιοποίηση από το ΥΠΕΠΘ του «Προσχεδίου πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» (21 Ιουνίου 2006). Προηγήθηκε η κατάθεση του τελικού πορίσματος της Επιτροπής για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (28 Απριλίου 2006), η διατύπωση θέσεων από τη Σύνοδο Πρυτάνεων και Προέδρων Δ.Ε. (6 Μαΐου 2006), αλλά και η φοιτητική εξέγερση της περιόδου Μαΐου – Ιουλίου 2006, που συνοδεύθηκε από απεργιακές κινητοποιήσεις των πανεπιστημιακών. Η ευρεία δημοσιότητα που έλαβαν οι προηγούμενες εξελίξεις, η πλούσια αρθρογραφία στον τύπο και μια σειρά επιστημονικών εκδηλώσεων επί των ζητημάτων αυτών θα μπορούσαν να προοιωνίζουν την ωρίμανση των συνθηκών για την πραγματοποίηση τομών στην ανώτατη εκπαίδευση. Ωστόσο το μεν Προσχέδιο Νόμου που κατέθεσε το ΥΠΕΠΘ κρίνεται ως αποσπασματικό και περιορισμένης μεταρρυθμιστικής εμβέλειας, η δε κυρίαρχη αντίληψη στην πλευρά της πανεπιστημιακής κοινότητας χαρακτηρίζεται ως στερούμενη ευκρινών μεταρρυθμιστικών θέσεων.
Παράλληλα με το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του νόμου-πλαισίου και, όπως αποδεικνύεται, κατά ατυχή συγκυρία, άνοιξε ο διάλογος για την αναθεώρηση του Συντάγματος και κατατέθηκαν στη Βουλή σχετικές προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας (25 Μαΐου 2006) και του ΠΑΣΟΚ (8 Ιουνίου 2006). Τόσο η κυβερνητική πλειοψηφία όσο και η μείζων αντιπολίτευση εμφανίζονται να υποστηρίζουν την τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Η συγκυρία αποδείχθηκε πάντως ατυχής διότι το εν πολλοίς αυτοτελές ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποπροσανατόλισε σε σημαντικό βαθμό την ευρύτερη συζήτηση για τις θεσμικές μεταβολές στην ανώτατη εκπαίδευση και μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος της «αντιμεταρρυθμιστικής» πλευράς, με συνέπεια να ενταθεί, ενίοτε κατά τρόπο άγονο, η «ιδεολογικοποίηση» της συνολικής επιχειρηματολογίας και να μεταφερθεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο μελλοντικό, συνταγματικής περιωπής ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρότι ουδείς αρνείται ότι εν τέλει το μείζον διακύβευμα αποτελεί η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Με τις τριάντα συμβολές του ανά χείρας τόμου, που σε μια πρώτη μορφή συζητήθηκαν, στην πλειονότητά τους, στο συνέδριο που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου στις 29 και 30 Μαρτίου 2006 στην Αθήνα, με θέμα: «Ο ρόλος του πανεπιστημίου στον 21ο αιώνα», επιχειρείται η πραγμάτευση όλων των κεντρικών ερωτημάτων που άπτονται της φυσιογνωμίας και της μεταρρύθμισης του ελληνικού πανεπιστημίου στον 21ο αιώνα. Με αφετηρία την κριτική προσέγγιση της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού πανεπιστημίου και των ιδεολογικών – συμβολικών διεργασιών που συνοδεύουν τη σταδιακή μετάβαση από το χουμπολντιανό πανεπιστήμιο των αξιών στο ανοιχτό πανεπιστήμιο, αλλά και στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο (κεφάλαιο πρώτο), εξετάζονται κατ’ αρχάς οι επιπτώσεις της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης για το ελληνικό πανεπιστήμιο (κεφάλαιο δεύτερο). Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες και τα στάδια που προβλέπει η Διαδικασία της Μπολώνιας, όπως εμπλουτίστηκε μέχρι σήμερα, και γιατί προκαλούν, τουλάχιστον στην Ελλάδα, τόσο έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της πανεπιστημιακής κοινότητας; Γιατί στην ατζέντα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης η Διαδικασία της Μπολώνιας βρίσκεται ακόμη αρκετά χαμηλά, σε σύγκριση με ζητήματα όπως η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων;
Πέρα από τις μείζονες μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες που θέτει η Διαδικασία της Μπολώνιας, το ελληνικό πανεπιστήμιο συνεχίζει να απασχολεί μια σειρά οργανωτικών-λειτουργικών ζητημάτων που αφορούν τις δομές αυτοδιοίκησης, τη σχέση κεντρικού κράτους και πανεπιστημίων, τη δημοσιονομική αυτοτέλεια, το σύστημα διασφάλισης ποιότητας, τους συσχετισμούς ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες που εντάσσονται στο «πανεπιστήμιο των ομάδων», την οργάνωση των σπουδών και της έρευνας, το καθεστώς των μελών ΔΕΠ, το πανεπιστημιακό άσυλο κ.λπ. (τρίτο κεφάλαιο). Ποια είναι τα συνταγματικά όρια από τα οποία δεσμεύεται ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα στα πεδία αυτά; Υπάρχει πράγματι και πώς εκδηλώνεται η διοικητική κρίση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου; Πώς θα μπορούσε να περιοριστεί η διοικητική εποπτεία του ΥΠΕΠΘ και να ενισχυθεί η δημοσιονομική αυτοτέλεια χωρίς να ενταθούν τα φαινόμενα «πανεπιστημιακής ανομίας»; Με βάση ποιο μοντέλο θα ήταν εφικτή η μετατροπή της σχέσης πανεπιστημίων-ερευνητικών κέντρων από ανταγωνιστική σε συμπληρωματική;
Η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, υπό μορφή είτε κερδοσκοπικών είτε μη κερδοσκοπικών φορέων, αντιμετωπίζεται με όρους «υψηλής ιδεολογικοποίησης». Σημαντικό είναι ωστόσο να αναδειχθούν τόσο τα επιχειρήματα που τονίζουν τα πλεονεκτήματα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, όσο και η επιχειρηματολογία υπέρ της αποκλειστικής παροχής ανώτατης εκπαίδευσης από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (κεφάλαιο τέταρτο). Στο σχετικό διάλογο υπεισέρχεται πάντως σήμερα μια νέα παράμετρος, που θέτει το πρόβλημα σε νέα βάση, και συγκεκριμένα η πρόσφατη κοινοτική οδηγία 2005/36/ΕΚ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσον είναι προτιμότερο να εμμείνει η ελληνική πολιτεία στην απαγόρευση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, με άδηλες συνέπειες ως προς το status των παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων υπό καθεστώς δικαιόχρησης, ή εάν σκοπιμότερη είναι η αναγνώριση της δυνατότητας λειτουργίας τους υπό προϋποθέσεις και εγγυήσεις ακαδημαϊκής ελευθερίας αντίστοιχες προς αυτές που διέπουν τα δημόσια πανεπιστήμια.
Περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα της σχέσης των πανεπιστημίων με την αγορά και την οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη (κεφάλαιο πέμπτο). Ποιος είναι ο αναπτυξιακός ρόλος των πανεπιστημίων; Πώς (πρέπει να) συνδέονται τα προγράμματα σπουδών με την αγορά εργασίας; Μπορεί να συναρμοσθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία και η λειτουργία του πανεπιστημίου, ως χώρου καλλιέργειας του λόγου και της κριτικής σκέψης, με την «κατά παραγγελίαν» ερευνητική δράση; Ή ακόμα και με την υλοποίηση του τρίτου ρόλου του πανεπιστημίου για την υπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας; Αλλά και πέρα από αυτό, σε ποια ακριβώς «αγορά» καλούνται να αποτανθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια και κατά πόσον στην ελληνική αγορά υπάρχει ζήτηση εφαρμοσμένης έρευνας; Ή, πώς διατυπώνονται οι ανάγκες της κοινωνίας; Ποιες είναι, τέλος, οι αναπτυξιακές επιπτώσεις της ίδρυσης περιφερειακών πανεπιστημίων και κατά πόσον είναι συμβατές με το σχεδιασμό μιας δημόσιας πολιτικής στην ανώτατη εκπαίδευση;
Η μεταρρύθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου συνδέεται ωστόσο και με μια σειρά ευρύτερων προβλημάτων θεσμικού εκσυγχρονισμού (κεφάλαιο έκτο). Κατ’ αρχάς τίθεται το πρόβλημα της ποιότητας του λυκείου, ως «πηγής τροφοδότησης» του ανθρώπινου δυναμικού στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Πώς μπορεί να αποτελέσει το πανεπιστήμιο ένα θεσμό ερευνητικής αριστείας, συνδεδεμένο με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και το πρόταγμα της οικονομίας της γνώσης, τη στιγμή που καλείται ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως θεσμός μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης προσβάσιμος σε πλατειά κοινωνικά στρώματα, και μάλιστα χωρίς να διασφαλίζονται επαρκείς «δικλείδες ασφαλείας» ως προς το επίπεδο γνώσεων των εισαγόμενων φοιτητών, αλλά και ως προς τον ακαδημαϊκό προσανατολισμό τους στις σχολές ουσιαστικής προτίμησής τους; Εξάλλου, ερωτάται πώς μπορεί να επιτευχθεί η αναβάθμιση των πανεπιστημίων αν δεν ενισχυθεί η αυτονομία και ο ανταγωνισμός των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, η πολυτυπία, η πρωτοβουλιακότητα των διδασκόντων, η διαφάνεια και ο κοινωνικός έλεγχος.
Ο επιστημονικός διάλογος και η επεξεργασία προτάσεων μεταρρύθμισης του ελληνικού πανεπιστημίου δεν θα ήταν πάντως ορθό να περιοριστεί στην αφομοίωση της Διαδικασίας της Μπολώνιας ή στην εισαγωγή διορθωτικών παρεμβάσεων στο νόμο-πλαίσιο. Ο εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης προϋποθέτει την ανάπτυξη της ακαδημαϊκής υπευθυνότητας και την επένδυσή της με ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» πανεπιστημίου-πολιτείας, την αποκατάσταση μιας σειράς παραμελημένων πνευματικών και ακαδημαϊκών αξιών, την αναδιάρθρωση του μοντέλου διοίκησης και της θεσμικής αρχιτεκτονικής των πανεπιστημίων, την καλλιέργεια μιας νέας πανεπιστημιακής κουλτούρας (κεφάλαιο έβδομο). Ο επαναπροσδιορισμός της φυσιογνωμίας, των στόχων και των λειτουργιών του ελληνικού πανεπιστημίου αποτελεί εν τέλει το πραγματικό διακύβευμα ενός μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος.
Στον τόμο γράφουν οι:
Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Ευάγγελος Βενιζέλος, Κώστας Γαβρόγλου, Πέτρος Γέμτος, Γιώργος Γραμματικάκης, Νίκος Εμπέογλου, Σταύρος Ζένιος, Γιάννης Καλογήρου, Ανδρέας Καραμάνος, Σωκράτης Κάτσικας, Χρίστος Κίττας, Διονύσης Κλάδης, Ξενοφών Κοντιάδης, Βασίλης Κουλαϊδής, Στέφανος Μάνος, Σήφης Μπουζάκης, Θεοδόσιος Παλάσκας, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιάννης Πανούσης, Νίκος Παπαδάκης, Μιχάλης Παπαδόπουλος, Γιάννης Πυργιωτάκης, Μιχάλης Σταθόπουλος, Κώστας Σταμάτης, Κώστας Σοφούλης, Φίλιππος Τσαλίδης, Μιχάλης Τσινισιζέλης, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Γεώργιος Ψαχαρόπουλος.