“ΑΝΤΑΡΣΙΕΣ” ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΤΟΛΗ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 26/08/2008

Τις τελευταίες εβδομάδες εντάθηκαν τα φαινόμενα δημόσιας διαφοροποίησης βουλευτών, και των δύο κομμάτων εξουσίας, από τις επίσημες κομματικές θέσεις. Οι διαφοροποιήσεις αυτές θα κλιμακώνονται όσο συνεχίζει να φθίνει η εκλογική δύναμη των μεγάλων κομμάτων. Για την κυβέρνηση, που διαθέτει οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάθε δήλωση των «ανταρτών» βουλευτών της εμφανίζεται ως απειλή για την κυβερνητική σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά, οι αποκλίσεις που καταγράφονται σε επιμέρους θέματα από αρκετούς βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στις επιλογές ή στις ανακοινώσεις της κομματικής ηγεσίας τροφοδοτούν μία συνεχή συζήτηση σχετικά με την πολιτική ικανότητα του κόμματος να διεκδικήσει την εξουσία.
Η αντίδραση των κομματικών ηγεσιών, τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΠΑΣΟΚ, συνίσταται στην άμεση ή έμμεση διάχυση της απειλής διαγραφών προς τους διαφωνούντες βουλευτές, ως δείγματος αρχηγικής πυγμής και ως μέσου διαφύλαξης της κομματικής πειθαρχίας. Για τον πρωθυπουργό μία απόφαση διαγραφής ασφαλώς εμπεριέχει υψηλό βαθμό ρίσκου, τη στιγμή που το κόμμα του διαθέτει μόλις 152 βουλευτές, ενώ ταυτόχρονα εκκρεμούν σοβαρά σκάνδαλα στα οποία κατηγορούνται ως εμπλεκόμενοι βουλευτές της πλειοψηφίας. Από την πλευρά του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν δίστασε να διαγράψει τον πρώην πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, με μία θεσμικά πρωτοφανή απόφαση, επειδή διατύπωσε διαφορετική γνώμη σε ένα ζήτημα «υψηλής πολιτικής», προφανώς με σκοπό να προειδοποιήσει τους βουλευτές που εκφράζουν ελεύθερα τις τυχόν διαφορετικές τους θέσεις. Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι ότι τείνει πλέον να επικρατήσει μία στρεβλή αντίληψη περί υποχρέωσης των βουλευτών να χειροκροτούν πειθήνια κάθε πράξη, παράλειψη και δήλωση των κομματικών ηγεσιών ή, τουλάχιστον, να σιωπούν. Η δημόσια διατύπωση μίας άλλης άποψης θεωρείται, κατά την αντίληψη αυτή, ως ατόπημα που ευλόγως θα επέσυρε τη διαγραφή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Ανάμεσα στις ποικίλες θεσμικές και πολιτικές παθογένειες που συνοδεύουν την εντεινόμενη κρίση του πολιτικού συστήματος φαίνεται, λοιπόν, να εγκαθιδρύεται ένας νέου τύπου «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός», που μέχρι πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν ίδιον μόνο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Έτσι αναιρείται άλλωστε και η συνταγματική επιταγή της ελεύθερης εντολής, που κατοχυρώνει την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο των βουλευτών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η διαφοροποίηση του βουλευτή σε μείζονος σημασίας ζητήματα, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η ψήφιση του προϋπολογισμού, στερείται συνεπειών ως προς τη σχέση του με το κόμμα. Όμως, αποτελεί θεσμική και πολιτική έκπτωση να αντιμετωπίζεται ως πολιτικό ατόπημα ο ανοικτός δημόσιος διάλογος, ειδικά όταν μετέχουν σε αυτόν πρόσωπα περιβεβλημένα με την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η επιχειρούμενη φίμωση των βουλευτών υπό την απειλή της διαγραφής και, κατ επέκταση, του αποκλεισμού τους από τα ψηφοδέλτια του κόμματος στις επόμενες εκλογές, συνιστά στρέβλωση του πολιτικού συστήματος που, σε συνδυασμό με τα σοβαρά ελλείμματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ενισχύει την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής και την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική.