Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 12/7/2011
Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο πρωθυπουργός επεσήμανε με έμφαση τους κινδύνους “αντιδημοκρατικής εκτροπής” που εγκυμονούν τα φαινόμενα βίας εις βάρος πολιτικών προσώπων και η απροκάλυπτη απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών από πολιτικές ομάδες και μέσα ενημέρωσης. Επίσης οριοθέτησε τα θέματα συζήτησης στο πλαίσιο διακομματικής επιτροπής για την αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών, στα οποία συμπεριέλαβε από μακροσκοπικές παρεμβάσεις ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών μέχρι ζητήματα οργάνωσης των δημόσιων συναθροίσεων.
Οι επισημάνσεις του πρωθυπουργού είναι ακριβείς. Πράγματι, ο κίνδυνος κλιμάκωσης των αντικοινοβουλευτικών αντιλήψεων και πρακτικών εμφανίζεται υπαρκτός. Ωστόσο, η ευθύνη για τη δυσθυμία της κοινωνίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα και την έξαρση των κρουσμάτων αντισυστημικής βίας βαραίνει την ίδια την πολιτική τάξη, που μετέτρεψε τους δημοκρατικούς θεσμούς σε πουκάμισο αδειανό αδιαφορώντας για τη συνταγματικά ηθελημένη λειτουργία τους και πρωταγωνιστώντας σε μια συχνά ιδιοτελή παρωδία. Αυτό το θέατρο της πολιτικής που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μικρή σχέση έχει με όσα επιτάσσει το Σύνταγμα, συνιστώντας μια παντομίμα κακής προσομοίωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Ουσία του κοινοβουλευτισμού δεν αποτελεί η κατάμεστη αίθουσα του Κοινοβουλίου όταν επιδίδονται σε αψιμαχίες οι πολιτικοί αρχηγοί και τα άδεια έδρανα όταν συζητούνται κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Κοινοβουλευτικός διάλογος δεν είναι η ανιαρή ανάγνωση κακογραμμένων προκάτ κοινοτοπιών από τους βουλευτές, όπου οι μεν κυβερνητικοί “λιβανίζουν” κατά κανόνα τα νομοσχέδια, ενώ οι αντιπολιτευόμενοι τα απορρίπτουν συλλήβδην. Πολιτικά κόμματα χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες και συγκροτημένο διάλογο δεν ανταποκρίνονται στις ρητές συνταγματικές επιταγές. Βουλευτές-μεταπράτες πελατειακών συμφερόντων δεν συνάδουν με την πρόβλεψη της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου. Κοινοβουλευτικές ομάδες χειροκροτητών δεν συγκροτούν αυτό που το Σύνταγμα απαιτεί, δηλαδή τη λειτουργία τους ως αντίβαρων στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες. Η πολιτική τάξη οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Προτάσεις όπως να τεθεί σε δημοψήφισμα η μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200 ουδέν εισφέρουν. Άλλωστε θα αρκούσε εδώ μια απλή τροποποίηση του εκλογικού νόμου. Εξίσου αλυσιτελής είναι η πανηγυρική απόφαση να μειωθεί η αποζημίωση των βουλευτών για τη συμμετοχή τους σε επιτροπές. Σε τελική ανάλυση τέτοιες παρεμβάσεις υποθάλπουν τη λογική ότι οι βουλευτές πλεονάζουν, υποαπασχολούνται και υπεραμείβονται. Το ζητούμενο όμως δεν είναι να κοπούν 100 βουλευτές και 100 ευρώ από την αποζημίωσή τους, αλλά να αποδειχθεί ότι επιτελούν έργο σημαντικό και εποικοδομητικό για την ελληνική πολιτεία.
Η κοινωνία έχει απαυδήσει από εξαγγελίες, διακομματικές επιτροπές, ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις σε απευθείας μετάδοση και υπουργικά συμβούλια ή κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις επικοινωνιακής χρήσης. Αυτό που ζητάει, επιτέλους, είναι να σεβαστούν τα πολιτικά πρόσωπα τον θεσμικά ηθελημένο ρόλο τους και να “ανακαλύψει” η πολιτική τάξη το αληθινό νόημα των συνταγματικών θεσμών, των πολιτικών κομμάτων, των βουλευτών, της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, των κοινοβουλευτικών ομάδων, της καλής νομοθέτησης. Αυτή είναι η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία στους εχθρούς της.
Οι επισημάνσεις του πρωθυπουργού είναι ακριβείς. Πράγματι, ο κίνδυνος κλιμάκωσης των αντικοινοβουλευτικών αντιλήψεων και πρακτικών εμφανίζεται υπαρκτός. Ωστόσο, η ευθύνη για τη δυσθυμία της κοινωνίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα και την έξαρση των κρουσμάτων αντισυστημικής βίας βαραίνει την ίδια την πολιτική τάξη, που μετέτρεψε τους δημοκρατικούς θεσμούς σε πουκάμισο αδειανό αδιαφορώντας για τη συνταγματικά ηθελημένη λειτουργία τους και πρωταγωνιστώντας σε μια συχνά ιδιοτελή παρωδία. Αυτό το θέατρο της πολιτικής που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μικρή σχέση έχει με όσα επιτάσσει το Σύνταγμα, συνιστώντας μια παντομίμα κακής προσομοίωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Ουσία του κοινοβουλευτισμού δεν αποτελεί η κατάμεστη αίθουσα του Κοινοβουλίου όταν επιδίδονται σε αψιμαχίες οι πολιτικοί αρχηγοί και τα άδεια έδρανα όταν συζητούνται κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Κοινοβουλευτικός διάλογος δεν είναι η ανιαρή ανάγνωση κακογραμμένων προκάτ κοινοτοπιών από τους βουλευτές, όπου οι μεν κυβερνητικοί “λιβανίζουν” κατά κανόνα τα νομοσχέδια, ενώ οι αντιπολιτευόμενοι τα απορρίπτουν συλλήβδην. Πολιτικά κόμματα χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες και συγκροτημένο διάλογο δεν ανταποκρίνονται στις ρητές συνταγματικές επιταγές. Βουλευτές-μεταπράτες πελατειακών συμφερόντων δεν συνάδουν με την πρόβλεψη της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου. Κοινοβουλευτικές ομάδες χειροκροτητών δεν συγκροτούν αυτό που το Σύνταγμα απαιτεί, δηλαδή τη λειτουργία τους ως αντίβαρων στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες. Η πολιτική τάξη οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Προτάσεις όπως να τεθεί σε δημοψήφισμα η μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200 ουδέν εισφέρουν. Άλλωστε θα αρκούσε εδώ μια απλή τροποποίηση του εκλογικού νόμου. Εξίσου αλυσιτελής είναι η πανηγυρική απόφαση να μειωθεί η αποζημίωση των βουλευτών για τη συμμετοχή τους σε επιτροπές. Σε τελική ανάλυση τέτοιες παρεμβάσεις υποθάλπουν τη λογική ότι οι βουλευτές πλεονάζουν, υποαπασχολούνται και υπεραμείβονται. Το ζητούμενο όμως δεν είναι να κοπούν 100 βουλευτές και 100 ευρώ από την αποζημίωσή τους, αλλά να αποδειχθεί ότι επιτελούν έργο σημαντικό και εποικοδομητικό για την ελληνική πολιτεία.
Η κοινωνία έχει απαυδήσει από εξαγγελίες, διακομματικές επιτροπές, ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις σε απευθείας μετάδοση και υπουργικά συμβούλια ή κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις επικοινωνιακής χρήσης. Αυτό που ζητάει, επιτέλους, είναι να σεβαστούν τα πολιτικά πρόσωπα τον θεσμικά ηθελημένο ρόλο τους και να “ανακαλύψει” η πολιτική τάξη το αληθινό νόημα των συνταγματικών θεσμών, των πολιτικών κομμάτων, των βουλευτών, της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, των κοινοβουλευτικών ομάδων, της καλής νομοθέτησης. Αυτή είναι η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία στους εχθρούς της.