Τα Νέα, 31/05/19
Είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από μία απερχόμενη κυβέρνηση; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για απόφαση με επείγοντα χαρακτήρα. Αντιθέτως, η παρούσα κυβέρνηση καθυστέρησε πέρσι την επιλογή Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι τον Οκτώβριο, παρότι ο προηγούμενος Πρόεδρος είχε παραιτηθεί από τον Μάιο και αναπληρώθηκε από τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο. Είναι προφανές λοιπόν ότι η βιασύνη αυτής της επιλογής σήμερα κρύβει μία πολιτική ιδιοτέλεια από την πλευρά της κυβέρνησης, η οποία δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτή.
Η διαδικασία επιλογής για τις θέσεις των Προέδρων και Αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου διαφέρει από τη διαδικασία προαγωγής των άλλων δικαστικών λειτουργών. Στις θέσεις αυτές οι προαγωγές ενεργούνται κατά το άρθρο 90 παρ.5 του Συντάγματος με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης είναι να μην αποκόπτεται πλήρως η δικαιοσύνη από τα όργανα του κράτους που εκλέγονται άμεσα ή έμμεσα από τον λαό και λογοδοτούν σε αυτόν. Όμως, η σημερινή κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον αυτή την πολιτική νομιμοποίηση.
Η καταστρατήγηση του Συντάγματος από την ενδεχόμενη επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων από την παρούσα κυβέρνηση θεμελιώνεται κατ’ αρχάς στο γεγονός ότι ήδη η χώρα τελεί σε μια οιονεί προεκλογική περίοδο, αφού ο πρωθυπουργός έχει αναγγείλει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει προσδιορίσει τον χρόνο διεξαγωγής στις 7 Ιουλίου.
Σημειωτέον ότι η επίκληση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας για τη διάλυση της Βουλής θα είναι εντελώς προσχηματική, αφού η απόφαση του πρωθυπουργού υπήρξε αποτέλεσμα της εκλογικής του ήττας την περασμένη Κυριακή. Αυτό σημαίνει ότι η ορθή οδός θα ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης και η διεξαγωγή των εκλογών από υπηρεσιακή κυβέρνηση, η οποία προφανώς δεν θα είχε την αρμοδιότητα να ορίσει την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επίσπευση της επιλογής της δικαστικής ηγεσίας είναι προφανές ότι υποκρύπτει την πρόθεση της κυβέρνησης να διορίσει πρόσωπα που της είναι αρεστά, πλήττοντας την ανεξαρτησία και το κύρος της δικαιοσύνης. Στο μυαλό όλων θα έρθει η σκέψη ότι τα πρόσωπα αυτά, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι είναι τα αξιότερα, επελέγησαν από μία απερχόμενη και ηττημένη κυβέρνηση, που στερείται πλέον πολιτικής νομιμοποίησης, κυριολεκτικά στο παρά πέντε της διαφαινόμενης εκλογικής της ήττας. Αυτό θα αποτελούσε μία πράξη κατά της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, αλλά και υπονομευτική για τη νομιμοποίηση της ηγεσίας της. Ας ελπίσουμε ότι η τελευταία πράξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποτελέσει άλλο ένα πλήγμα κατά του κράτους δικαίου.