ΤΑ ΝΕΑ, 05.02.2022
Η απρόβλεπτη, ηχηρή επικράτηση των Σοσιαλιστών στην Πορτογαλία αποτελεί μία διπλή νίκη: Από τη μια πλευρά, απέναντι στον λαϊκιστικό μαξιμαλισμό των δύο μέχρι πρότινος εταίρων τους, του αριστερού Μπλόκου και του Κομμουνιστικού Κόμματος, που ανέλαβαν το ρίσκο να ρίξουν την κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα καταψηφίζοντας τον προϋπολογισμό του 2022 τον περασμένο Δεκέμβριο. Η στάση αυτή αποδοκιμάστηκε από τους ψηφοφόρους οδηγώντας στην εκλογική τους πανωλεθρία.
Από την άλλη πλευρά, απέναντι στο κεντροδεξιό, ατυχώς αυτοαποκαλούμενο «σοσιαλδημοκρατικό» κόμμα που είχε εξαγγείλει μία πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, θέτοντας εμμέσως υπό αμφισβήτηση τις σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Κόστα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και των συντάξεων, η ενίσχυση των εργασιακών δικαιωμάτων και η θωράκιση του συστήματος υγείας απέναντι στην πανδημία.
Οι Σοσιαλιστές έδωσαν προεκλογικά έμφαση στην αναξιοπιστία, την ανευθυνότητα και την ανερμάτιστη παροχολογία της Αριστεράς. Το μήνυμα που εξέπεμψαν ήταν σταθερότητα, πραγματισμός και συνέπεια προς ένα πρόγραμμα που συνδυάζει τη δημοσιονομική προσαρμογή με την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους. Έτσι ανέδειξαν ένα διαχρονικό πλεονέκτημα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, την ικανότητα προσαρμογής σε μεταβαλλόμενες συνθήκες χωρίς να απεμπολούν το αξιακό οπλοστάσιο της κοινωνικής ασφάλειας και της άμβλυνσης των ανισοτήτων.
Είναι εντυπωσιακό πώς η συγκυβέρνηση των Σοσιαλιστών με τη στήριξη της Αριστεράς δεν προκάλεσε την εκλογική τους φθορά, αλλά τους οδήγησε στην κυβερνητική αυτοδυναμία. Το εκλογικό σώμα φαίνεται ότι ενίσχυσε τους Σοσιαλιστές και τιμώρησε την Αριστερά για έναν ακόμη λόγο: Η πρόκληση των πρόωρων εκλογών με την καταψήφιση του προϋπολογισμού έγινε σε μία χρονική περίοδο που καταγραφόταν δημοσκοπικά η άνοδος του ακροδεξιού Chega, που επιβεβαιώθηκε με την ανάδειξή του σε τρίτο κόμμα με ποσοστό άνω του 7%, εκλέγοντας 12 βουλευτές έναντι ενός στην προηγούμενη Βουλή, σε μία χώρα όπου οι μνημονιακές πολιτικές δεν είχαν μέχρι τώρα στρέψει τους ψηφοφόρους προς τα άκρα.
Τίθεται το κρίσιμο ερώτημα πώς απέφυγαν οι Πορτογάλοι Σοσιαλιστές αυτό που συνέβη στα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα την περίοδο της οικονομικής κρίσης και, στην ακραία του εκδοχή, περιγράφηκε με τον διεθνή νεολογισμό «πασοκοποίηση» (Pasokification), δηλαδή ραγδαία εκλογική συρρίκνωση λόγω των μέτρων λιτότητας που υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν. Αντίθετα, στην Πορτογαλία οι Σοσιαλδημοκράτες αύξησαν κατά 5 μονάδες το ποσοστό τους σε σύγκριση με τις εκλογές του 2019.
Κατά μια εκδοχή αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το βάρος της λιτότητας επωμίστηκε στην Πορτογαλία η κεντροδεξιά κυβέρνηση (2011-2015). Μία δεύτερη είναι ότι στην Πορτογαλία δεν απήλθε μία σειρά από μεταβολές που επηρέασαν την κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας και αφορούν το μοντέλο παραγωγής, την απασχόληση, την κατανομή του εισοδήματος και τους δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Αυτές οι μεταβολές έχουν επέλθει προ πολλού σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, επηρεάζοντας την εκλογική συμπεριφορά.
Ωστόσο, το μήνυμα της Πορτογαλίας δεν διαφέρει από αυτό της Γερμανίας και της Ισπανίας, όπου επικράτησαν οι Σοσιαλδημοκράτες. Μετά τις διαδοχικές κρίσεις που πλήττουν την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια – οικονομική, μεταναστευτική, πανδημική και ενεργειακή – οι πολίτες αναζητούν σταθερότητα, πολιτική αξιοπιστία και μέτρα ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, χωρίς λαϊκιστικές παρεκκλίσεις, αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα παρεμβάσεις που πλήττουν ιδίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Αυτό το «μείγμα» προσέφερε ο Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία, με ένα καθαρό μήνυμα και απτά αποτελέσματα, αποφεύγοντας τον ανέξοδο και ανεπίκαιρο ριζοσπαστισμό, αλλά και απομακρυνόμενος από την κοινωνικά ανάλγητη πολιτική της Κεντροδεξιάς.