www.aixmi.gr, 24/4/2011
Στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας εκτυλίχθηκε εις βάρος του νομπελίστα καθηγητή Watson άλλο ένα επεισόδιο διαστρέβλωσης του ακαδημαϊκού ασύλου. Η εισβολή ροπαλοφόρων και η επίθεσή τους επί δικαίους και αδίκους, προφανώς εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο μετατροπής της ελληνικής επικράτειας σε πεδίο μάχης σώμα με σώμα. Στη συγκεκριμένη, μάλιστα, περίπτωση η βία δεν επιχειρήθηκε εν ονόματι της διασφάλισης βιοτικών αγαθών ή συμφερόντων, αλλά κατ’ επίκληση ιδεών και, μάλιστα, σε χώρο που θεσμοθετείται ακριβώς ως άσυλο για την ελεύθερη διακίνησή τους. Πρόκειται εδώ για ένα εξαιρετικά λεπτό σημείο διαφοροποίησης.
Αν και η βία σε μια πλουραλιστική Δημοκρατία είναι εξίσου καταδικαστέα ως μέσο πολιτικής αντιμαχίας είτε θεμελιώνεται σε κοινωνικές διεκδικήσεις, είτε σε πολιτικά αιτήματα, είτε σε διαφορετικές ιδέες, η τελευταία εκδοχή υποκρύπτει μια λανθάνουσα μετάβαση σε έναν αδιανόητο αυταρχισμό: όποιος διαφωνεί και υποστηρίζει διαφορετικές θέσεις χρίζεται εχθρός και γίνεται στόχος εκδηλώσεων βίας.
Το πανεπιστήμιο σταδιακά μετατράπηκε από στέγη ανταλλαγής ιδεών, ελεύθερης έρευνας και διδασκαλίας σε προνομιακό χώρο τρομοκράτησης όσων δεν θεωρούνται φορείς ενός λόγου «πολιτικά ορθού». Το βολταιρικό αίτημα για κατοχύρωση της αντίθετης άποψης έχει αποβληθεί από τα ελληνικά πανεπιστήμια δια της βίας. Το παρηκμασμένο φοιτητικό κίνημα και η πανταχόθεν βαλλόμενη και λοιδωρούμενη ακαδημαϊκή κοινότητα δεν φαίνεται να έχουν τη δύναμη να θέσουν φραγμούς στο κλίμα φόβου. Η αυτοπροστασία του Πανεπιστημίου από τους εχθρούς του έχει αποτύχει.
Το λεγόμενο «απροϋπόθετο Πανεπιστήμιο» μετασχηματίστηκε σε «Πανεπιστήμιο άνευ ορίων στη βία». Πώς μπορεί, όμως, να χωρέσει στην μεταπολιτευτική ακαδημαϊκή κουλτούρα η πανεπιστημιακή ασφάλεια, όταν στερεοτυπικά παραπέμπει ακόμη σε εποχές κρατικής βίας; Όσοι τολμούν να υποστηρίξουν την πανεπιστημιακή αυτοπεριφρούρηση καίγονται στην ίδια πυρά με τους «πολιτικά μη ορθούς».
Το επεισόδιο βίας στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας αποτελεί αφορμή προβληματισμού σε τρία επίπεδα: Καταρχάς, ποια είναι τα όρια της ελευθερίας του λόγου, δεύτερον αν η άσκηση βίας αποτελεί θεμιτό μέσο αντίδρασης, ακόμη και απέναντι στον ρατσιστικό λόγο, και, τρίτον, ποια είναι η σημασία και η λειτουργία του πανεπιστημιακού ασύλου.
Θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο ότι στις σύγχρονες πλουραλιστικές Δημοκρατίες είναι ανεκτές ακόμη και απόψεις που διατυπώνονται εναντίον της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία δεν φοβάται τους εχθρούς της. Η αντίδραση στον κακό λόγο είναι ο περισσότερος και πειστικότερος λόγος. Η διολίσθηση της ελληνικής κοινωνίας σε εκρήξεις βίας και ανομίας είναι μεν εξηγήσιμη στο πλαίσιο της διόγκωσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της κρίσης των πολιτικών θεσμών, όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τις αρχές ενός δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Οι προπηλακισμοί υπουργών, βουλευτών ή προσκεκλημένων σε πανεπιστημιακούς χώρους είναι εξίσου καταδικαστέοι, αφού η μεν αντίδραση στο να μιλήσει οποιοσδήποτε συνιστά θεμιτή πράξη, όχι όμως και η άσκηση βίας.
Όλα αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο όσον αφορά τον θεσμό του ασύλου, όπου τα φαινόμενα ακραίας, ενίοτε, βίας αλλοιώνουν και υπονομεύουν τον σκοπό του. Η αποκατάσταση της θεσμικά ηθελημένης λειτουργίας του ασύλου είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την ευρύτερη ανανέωση των ελληνικών πανεπιστημίων. Όσοι τα απαξιώνουν, αντλούν επιχειρήματα κατ’ εξοχήν από τη βία εντός των τειχών τους. Στη σημερινή συγκυρία, όμως, το Πανεπιστήμιο δεν αντέχει άλλη βία.
Αν και η βία σε μια πλουραλιστική Δημοκρατία είναι εξίσου καταδικαστέα ως μέσο πολιτικής αντιμαχίας είτε θεμελιώνεται σε κοινωνικές διεκδικήσεις, είτε σε πολιτικά αιτήματα, είτε σε διαφορετικές ιδέες, η τελευταία εκδοχή υποκρύπτει μια λανθάνουσα μετάβαση σε έναν αδιανόητο αυταρχισμό: όποιος διαφωνεί και υποστηρίζει διαφορετικές θέσεις χρίζεται εχθρός και γίνεται στόχος εκδηλώσεων βίας.
Το πανεπιστήμιο σταδιακά μετατράπηκε από στέγη ανταλλαγής ιδεών, ελεύθερης έρευνας και διδασκαλίας σε προνομιακό χώρο τρομοκράτησης όσων δεν θεωρούνται φορείς ενός λόγου «πολιτικά ορθού». Το βολταιρικό αίτημα για κατοχύρωση της αντίθετης άποψης έχει αποβληθεί από τα ελληνικά πανεπιστήμια δια της βίας. Το παρηκμασμένο φοιτητικό κίνημα και η πανταχόθεν βαλλόμενη και λοιδωρούμενη ακαδημαϊκή κοινότητα δεν φαίνεται να έχουν τη δύναμη να θέσουν φραγμούς στο κλίμα φόβου. Η αυτοπροστασία του Πανεπιστημίου από τους εχθρούς του έχει αποτύχει.
Το λεγόμενο «απροϋπόθετο Πανεπιστήμιο» μετασχηματίστηκε σε «Πανεπιστήμιο άνευ ορίων στη βία». Πώς μπορεί, όμως, να χωρέσει στην μεταπολιτευτική ακαδημαϊκή κουλτούρα η πανεπιστημιακή ασφάλεια, όταν στερεοτυπικά παραπέμπει ακόμη σε εποχές κρατικής βίας; Όσοι τολμούν να υποστηρίξουν την πανεπιστημιακή αυτοπεριφρούρηση καίγονται στην ίδια πυρά με τους «πολιτικά μη ορθούς».
Το επεισόδιο βίας στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας αποτελεί αφορμή προβληματισμού σε τρία επίπεδα: Καταρχάς, ποια είναι τα όρια της ελευθερίας του λόγου, δεύτερον αν η άσκηση βίας αποτελεί θεμιτό μέσο αντίδρασης, ακόμη και απέναντι στον ρατσιστικό λόγο, και, τρίτον, ποια είναι η σημασία και η λειτουργία του πανεπιστημιακού ασύλου.
Θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο ότι στις σύγχρονες πλουραλιστικές Δημοκρατίες είναι ανεκτές ακόμη και απόψεις που διατυπώνονται εναντίον της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία δεν φοβάται τους εχθρούς της. Η αντίδραση στον κακό λόγο είναι ο περισσότερος και πειστικότερος λόγος. Η διολίσθηση της ελληνικής κοινωνίας σε εκρήξεις βίας και ανομίας είναι μεν εξηγήσιμη στο πλαίσιο της διόγκωσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της κρίσης των πολιτικών θεσμών, όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τις αρχές ενός δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Οι προπηλακισμοί υπουργών, βουλευτών ή προσκεκλημένων σε πανεπιστημιακούς χώρους είναι εξίσου καταδικαστέοι, αφού η μεν αντίδραση στο να μιλήσει οποιοσδήποτε συνιστά θεμιτή πράξη, όχι όμως και η άσκηση βίας.
Όλα αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο όσον αφορά τον θεσμό του ασύλου, όπου τα φαινόμενα ακραίας, ενίοτε, βίας αλλοιώνουν και υπονομεύουν τον σκοπό του. Η αποκατάσταση της θεσμικά ηθελημένης λειτουργίας του ασύλου είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την ευρύτερη ανανέωση των ελληνικών πανεπιστημίων. Όσοι τα απαξιώνουν, αντλούν επιχειρήματα κατ’ εξοχήν από τη βία εντός των τειχών τους. Στη σημερινή συγκυρία, όμως, το Πανεπιστήμιο δεν αντέχει άλλη βία.