ΑΤΥΧΗΣ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24

Εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, 15/01/2007

Η πρωτοβουλία τροποποίησης του άρθρου 24 δεν κρίνεται σκόπιμη, αν ληφθεί κατ’ αρχάς υπόψη το ιστορικό της αναθεώρησής του το 2001, όταν οι προταθείσες μεταβολές στη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος προκάλεσαν έναν έντονο διάλογο, με τη σημαντική παρέμβαση της κοινωνίας πολιτών, γύρω από το ερώτημα ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του αναθεωρητικού νομοθέτη.
Το κρισιμότερο πάντως κριτήριο για την υποστήριξη της άποψης ότι δεν απαιτείται μια νέα αναθεώρηση του άρθρου 24 Συντ. αποτελεί η πληρότητα της αναθεωρημένης διάταξης, που πλέον έχει ενσωματώσει πολύπλευρα τη «φιλοπεριβαλλοντική» νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αναθεώρηση του επίμαχου άρθρου το 2001 αποδείχθηκε επιβεβαιωτική των νομοθετικών και υπερνομοθετικών εξελίξεων και σύμφωνη με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Χωρίς να επέρχονται μείζονες μεταβολές στο προστατευτικό καθεστώς, κατοχυρώθηκαν ρητά αρχές που έχουν τύχει -περισσότερο ή λιγότερο επιτυχώς- νομολογιακής επεξεργασίας. Υπό αυτό το πρίσμα δεν κρίνονται πειστικές οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν για το περιεχόμενό της, χωρίς πάντως να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η νέα ρύθμιση εισέφερε κάτι ουσιωδώς νέο στη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος. Παρ’ όλα αυτά, η ρητή συνταγματοποίηση αρχών και κανόνων, που συνάγονταν κατά τρόπο ενίοτε αμφίσημο ή αμφισβητούμενο υπό την προϊσχύουσα συνταγματική διατύπωση, παρέχει πλέον ασφαλές έδαφος για την αποσαφήνιση του κανονιστικού τους περιεχομένου.
Ταυτόχρονα, η αναθεώρηση του άρθρου 24 Συντ. το 2001 επιχείρησε να συστηματοποιήσει και να καταστήσει διαφανέστερους τους κανόνες και τα κριτήρια θεμελίωσης των δικαστικών κρίσεων σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαίου σε κρίσιμα ζητήματα και καθιστώντας επιτακτικότερη την εφαρμογή κριτηρίων ή περιορισμών, ενίοτε και αυτονόητων, όπως στην περίπτωση της αναφοράς περί τεχνικών επιλογών και σταθμίσεων. Το αίτημα της ασφάλειας δικαίου υπερίσχυσε, συνεπώς, της δέσμευσης του αναθεωρητικού νομοθέτη από το χαρακτήρα του Συντάγματος ως κειμένου ελλειπτικού και αφαιρετικού.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η περιβαλλοντική προστασία μετά την αναθεώρηση του 2001 μπορεί να χαρακτηριστεί ως πλήρης, συμπεριλαμβάνει δε τόσο την πρόβλεψη του δασολογίου και του εθνικού κτηματολογίου, όσο και την κρατική υποχρέωση ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, που σημειωτέον έχει κατοχυρωθεί συνταγματικά ήδη υπό το Σύνταγμα του 1975. Εύλογο θα ήταν συνεπώς να θεωρηθεί σήμερα «ύποπτο» κάθε εγχείρημα αναθεώρησης της επίμαχης διάταξης· και κατά προέκταση να προσελκύσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας πολιτών ένα ζήτημα που θα πρέπει σε συνταγματικό επίπεδο να θεωρείται λελυμένο. Το ζήτημα δεν είναι πλέον μια νέα αναθεώρηση του άρθρου 24, αλλά η νομοθετική του εξειδίκευση και ο σεβασμός του από τη δημόσια διοίκηση.