Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 29/6/2010
Οποιαδήποτε συζήτηση για το Ασφαλιστικό οφείλει να ξεκινάει από ορισμένες κοινές παραδοχές. Κατ’ αρχάς, ουδείς αμφισβητεί ότι στην Ελλάδα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αναπτύχθηκε, ήδη από τα πρώτα του βήματα, κατά τρόπο ανορθολογικό, πελατειακό και άδικο. Στην πορεία ωρίμανσης του συστήματος οι αρχικές παθογένειες διογκώθηκαν και, σε συνάρτηση με την κρατική απομύζηση των αποθεματικών και το δημογραφικό πρόβλημα, οδήγησαν στην εντεινόμενη κρίση βιωσιμότητας.
Ακόμη, δηλαδή, και αν το κράτος δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση χρεοκοπίας, η βόμβα του Ασφαλιστικού είχε προ πολλού απασφαλιστεί και αποτελούσε ζήτημα χρόνου πότε θα εξαντλούνταν οι αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού, αφού οι σχετικές δαπάνες αυξάνονται ραγδαία ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τρόπο εξωφρενικό σε σύγκριση με οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Όμως, ο φόβος του πολιτικού κόστους και η μέριμνα, τόσο της πολιτικής τάξης όσο και μέρους της συνδικαλιστικής τάξης, κατά προτεραιότητα για την αναπαραγωγή τους, δεν επέτρεψαν την έγκαιρη αναθεώρηση του συστήματος, όταν ακόμη οι ρυθμοί ανάπτυξης κινούνταν σε υψηλά επίπεδα και το κοινωνικό κόστος θα ήταν περιορισμένο. Σήμερα το δημόσιο χρέος είναι δυσθεώρητο και το κράτος χρεοκοπημένο, η σπατάλη και οι αδικίες του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχουν διευρυνθεί, οι ρυθμοί ανάπτυξης μεταστράφηκαν σε αρνητικό πρόσημο και η ανεργία εκτινάσσεται, οδεύοντας προς επίπεδα κοινωνικής έκρηξης. Δυσμενέστερη συγκυρία για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Και, όμως, τώρα υποχρεώνεται η πολιτεία να αλλάξει το σύστημα, στο πλαίσιο του μνημονίου με την τρόικα. Πρόκειται ίσως για το πιο κραυγαλέο δείγμα αποτυχίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και διαχρονικής ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού.
Η σημερινή μεταρρύθμιση επιχειρείται από έναν υπουργό που μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί, τουλάχιστον επικοινωνιακά, από όλους, κατ’ ουσίαν και από την κυβέρνηση στην οποία ανήκει. Ωστόσο, κάποιος έπρεπε να αναλάβει το ιστορικό βάρος. Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο επιδέχεται βέβαια κριτικής και οφείλει να είναι πλήρως συμβατό προς το Σύνταγμα. Άλλωστε, σχεδιάστηκε υπό την πίεση αφενός των διεθνών δανειστών, αφετέρου αμφίπλευρων καταστροφολογικών κραυγών. Το σύστημα δεν ενισχύεται χρηματοδοτικά μέσω της εισοδηματικής αναδιανομής, αφού δεν το επιτρέπουν οι όροι του μνημονίου και η κατάσταση της οικονομίας. Ιδίως οι διαστάσεις της διαγενεακής και της οριζόντιας αλληλεγγύης εμφανίζονται λιποβαρείς, ενώ το ποσό της βασικής σύνταξης κρίνεται ως ανεπαρκές.
Όμως, σε τελική ανάλυση, το νομοσχέδιο κινείται πάνω σε τρεις εύλογους άξονες, επιτυγχάνοντας σημαντικά βήματα εξορθολογισμού του συστήματος, για να καταστεί δικαιότερο, διαφανέστερο και, ταυτόχρονα, βιώσιμο. Μεταξύ των καινοτόμων ρυθμίσεων περιλαμβάνονται ο ενιαίος φορέας διαχείρισης αποθεματικών και το σύστημα διαχείρισης πόρων κλάδων υγείας. Υποχρέωση της πολιτικής τάξης αποτελεί, λοιπόν, έστω την έσχατη ώρα, να αποκαλύψει την πλήρη αλήθεια για τους λόγους κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος, αναλαμβάνοντας ακέραιη τη διαχρονική πολιτική ευθύνη, ώστε να μη διαιωνίζονται ασφαλιστικές (αυτ)απάτες. Μόνον έτσι θα καταστεί εφικτό να αποδεχτούν ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι τις επώδυνες συνέπειες.
Ακόμη, δηλαδή, και αν το κράτος δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση χρεοκοπίας, η βόμβα του Ασφαλιστικού είχε προ πολλού απασφαλιστεί και αποτελούσε ζήτημα χρόνου πότε θα εξαντλούνταν οι αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού, αφού οι σχετικές δαπάνες αυξάνονται ραγδαία ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τρόπο εξωφρενικό σε σύγκριση με οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Όμως, ο φόβος του πολιτικού κόστους και η μέριμνα, τόσο της πολιτικής τάξης όσο και μέρους της συνδικαλιστικής τάξης, κατά προτεραιότητα για την αναπαραγωγή τους, δεν επέτρεψαν την έγκαιρη αναθεώρηση του συστήματος, όταν ακόμη οι ρυθμοί ανάπτυξης κινούνταν σε υψηλά επίπεδα και το κοινωνικό κόστος θα ήταν περιορισμένο. Σήμερα το δημόσιο χρέος είναι δυσθεώρητο και το κράτος χρεοκοπημένο, η σπατάλη και οι αδικίες του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχουν διευρυνθεί, οι ρυθμοί ανάπτυξης μεταστράφηκαν σε αρνητικό πρόσημο και η ανεργία εκτινάσσεται, οδεύοντας προς επίπεδα κοινωνικής έκρηξης. Δυσμενέστερη συγκυρία για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Και, όμως, τώρα υποχρεώνεται η πολιτεία να αλλάξει το σύστημα, στο πλαίσιο του μνημονίου με την τρόικα. Πρόκειται ίσως για το πιο κραυγαλέο δείγμα αποτυχίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και διαχρονικής ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού.
Η σημερινή μεταρρύθμιση επιχειρείται από έναν υπουργό που μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί, τουλάχιστον επικοινωνιακά, από όλους, κατ’ ουσίαν και από την κυβέρνηση στην οποία ανήκει. Ωστόσο, κάποιος έπρεπε να αναλάβει το ιστορικό βάρος. Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο επιδέχεται βέβαια κριτικής και οφείλει να είναι πλήρως συμβατό προς το Σύνταγμα. Άλλωστε, σχεδιάστηκε υπό την πίεση αφενός των διεθνών δανειστών, αφετέρου αμφίπλευρων καταστροφολογικών κραυγών. Το σύστημα δεν ενισχύεται χρηματοδοτικά μέσω της εισοδηματικής αναδιανομής, αφού δεν το επιτρέπουν οι όροι του μνημονίου και η κατάσταση της οικονομίας. Ιδίως οι διαστάσεις της διαγενεακής και της οριζόντιας αλληλεγγύης εμφανίζονται λιποβαρείς, ενώ το ποσό της βασικής σύνταξης κρίνεται ως ανεπαρκές.
Όμως, σε τελική ανάλυση, το νομοσχέδιο κινείται πάνω σε τρεις εύλογους άξονες, επιτυγχάνοντας σημαντικά βήματα εξορθολογισμού του συστήματος, για να καταστεί δικαιότερο, διαφανέστερο και, ταυτόχρονα, βιώσιμο. Μεταξύ των καινοτόμων ρυθμίσεων περιλαμβάνονται ο ενιαίος φορέας διαχείρισης αποθεματικών και το σύστημα διαχείρισης πόρων κλάδων υγείας. Υποχρέωση της πολιτικής τάξης αποτελεί, λοιπόν, έστω την έσχατη ώρα, να αποκαλύψει την πλήρη αλήθεια για τους λόγους κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος, αναλαμβάνοντας ακέραιη τη διαχρονική πολιτική ευθύνη, ώστε να μη διαιωνίζονται ασφαλιστικές (αυτ)απάτες. Μόνον έτσι θα καταστεί εφικτό να αποδεχτούν ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι τις επώδυνες συνέπειες.