Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει το «σπάσιμο» της Β’ Αθηνών;

Πρώτο Θέμα, 15/07/18

Η πρόταση της κυβέρνησης για κατάτμηση των εκλογικών περιφερειών Β’ Αθηνών και Αττικής κινείται σε σωστή κατεύθυνση. Σκόπιμο θα ήταν να «σπάσουν» όλες οι εκλογικές περιφέρειες που εκλέγουν περισσότερους από 10 βουλευτές. Το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών έχει ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αφορά, καταρχάς, την πολιτική αντιπροσώπευση, καθώς και τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος. Ταυτόχρονα το εκλογικό σύστημα αλληλεπιδρά με το κομματικό σύστημα και συνδιαμορφώνει την εκλογική συμπεριφορά και την πολιτική κουλτούρα. 
 
Η συζήτηση για την κατάτμηση των εκλογικών περιφερειών δεν είναι ασφαλώς νέα. Εδώ και δεκαετίες υποστηρίζεται από σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα. Ενας λόγος που δεν προχώρησε μέχρι σήμερα είναι ότι αρκετοί από τους βουλευτές που εκλέγονταν στις μεγάλες περιφέρειες δεν το επιθυμούσαν. Και αυτό επειδή η εκλογή σε μια μεγάλη περιφέρεια σημαίνει ευρύτερη προβολή και μεγαλύτερη πολιτική ισχύ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι από τις μεγάλες περιφέρειες προέρχονταν παραδοσιακά οι περισσότεροι υπουργοί.
 
Οι σημερινές τεράστιες εκλογικές περιφέρειες είναι απρόσφορες τόσο από άποψη αντιπροσώπευσης όσο και με γνώμονα τη διαχείριση του πολιτικού χρήματος. Σε εκλογικές περιφέρειες όπως η Β’ Αθηνών χάνεται η εγγύτητα των ψηφοφόρων με τους αντιπροσώπους τους και η δυνατότητα αμεσότερης επικοινωνίας. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το πολιτικό μας σύστημα, συμβάλλοντας στην αποστασιοποίηση των πολιτών από τους δημοκρατικούς θεσμούς. 
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι καταλληλότερη επιλογή θα αποτελούσαν οι μονοεδρικές περιφέρειες. Αυτό θα σήμαινε όμως ότι μόνο το πρώτο κόμμα θα εξέλεγε βουλευτή σε κάθε περιφέρεια, γεγονός που θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο προσέλευσης στην κάλπη για τους ψηφοφόρους των μικρότερων κομμάτων και θα προκαλούσε αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις ως προς την πολιτική αντιπροσώπευση. Προτιμότερες είναι εκλογικές περιφέρειες μεσαίου μεγέθους, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους όσον αφορά στο εκλογικό μέτρο, για προφανείς λόγους ισότητας, χωρίς πάντως να καταργηθούν οι σημερινές μονοεδρικές ή ολιγοεδρικές όταν επιβάλλεται για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους.
Το κυριότερο πρόβλημα αφορά ωστόσο τις οικονομικές και επικοινωνιακές επιβαρύνσεις που συνεπάγονται για τους υποψήφιους βουλευτές τεράστιες περιφέρειες όπως η Β’ Αθηνών, το Υπόλοιπο Αττικής και η Α’ Θεσσαλονίκης. Αυτές οι επιβαρύνσεις οδηγούν ενίοτε σε «δουλείες», αθέμιτες συναλλαγές, διακίνηση μαύρου πολιτικού χρήματος και φαινόμενα διαφθοράς. Η διαπλοκή της πολιτικής εξουσίας με κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με όρους ατομικής ηθικής ούτε με την απειλή ποινικών διώξεων. Κρίσιμο είναι να εξαφανιστούν ή έστω να περιοριστούν τα αίτια που προκαλούν αυτά τα φαινόμενα. Και ένα τέτοιο αίτιο είναι στην πράξη η ανάγκη άντλησης πόρων για τη διενέργεια προεκλογικών εκστρατειών σε αχανείς εκλογικές περιφέρειες. 
Πιθανόν οι λόγοι για τους οποίους επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει τη σημαντική αυτή μεταρρύθμιση, έστω και με τρόπο ημιτελή, να μη συνίστανται σε μία όψιμη ευαισθησία για την καλύτερη λειτουργία των πολιτικών θεσμών. Εχει διατυπωθεί η υπόνοια ότι η πρωτοβουλία αυτή υποκρύπτει την υστεροβουλία ότι με την κατάτμηση το πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές θα εκλέξει δύο λιγότερους βουλευτές στη Β’ Αθηνών. Το βέβαιο είναι ότι αλλαγές στο εκλογικό σύστημα, όπως και πρωτοβουλίες συνταγματικής μεταρρύθμισης, δεν είναι σκόπιμο να εισάγονται όταν πλέον η χώρα έχει εισέλθει σε μια άτυπη προεκλογική περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν σφάλμα να μην υποστηριχτεί η συγκεκριμένη πρόταση. Θα αποβεί επωφελές για το πολιτικό μας σύστημα να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες 200 ψήφοι και να ισχύσει η κατάτμηση ήδη από τις επόμενες εκλογές.