Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 15/1/2008
Η φθίνουσα πορεία του δικομματισμού αποτελεί ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για το ελληνικό πολιτικό τοπίο της μεταπολιτευτικής περιόδου. Οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια συνεχή συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης, αλλά και ευρύτερα της πολιτικής αποδοχής και αξιοπιστίας τόσο της κυβερνώσας παράταξης όσο και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δυο πολιτικά κόμματα που κυβερνούν εναλλάξ τη χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα φαίνεται να έχουν απωλέσει πλέον τη δυνατότητα να επωφελείται το ένα από τη φθορά του άλλου, λειτουργώντας έτσι κατ’ ουσίαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος ενός συγκεκριμένου μοντέλου κομματικού συστήματος; Είναι παροδική ή δομική η μεταμόρφωση του πολιτικού σκηνικού; Πρόκειται εδώ για δημοσκοπικά ευρήματα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα συγκυριακών γεγονότων και συνθηκών ή έχει πλέον εξαντλήσει τη δυναμική του ο δικομματισμός, ως σταθερό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά προϋποθέτει καθαρές εξηγήσεις για τα αίτια της υποχώρησης του δικομματισμού σήμερα, στη ρίζα της οποίας δεν κρύβεται τίποτα άλλο από την ανεπάρκεια και την αδυναμία των δυο κομμάτων εξουσίας να εμπνεύσουν με τον πολιτικό λόγο που παράγουν, να σχεδιάσουν σοβαρές δημόσιες πολιτικές για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, να πείσουν την κοινωνία ότι οι πολιτικές τους προτάσεις είναι αποτέλεσμα ώριμης επεξεργασίας, ή έστω να εφαρμόσουν με συνέπεια το όποιο πολιτικό τους πρόγραμμα.
Η μεν κυβερνητική παράταξη δεν κατόρθωσε κατά τα τέσσερα χρόνια άσκησης της εξουσίας να προχωρήσει τις επαγγελόμενες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα, την κοινωνική συνοχή, το περιβάλλον ή οποιοδήποτε άλλο πεδίο δημόσιας πολιτικής, ενώ παράλληλα σειρά σκανδάλων και κρουσμάτων διαφθοράς και κακοδιοίκησης αποδυνάμωσε το κεντρικό σύνθημα με το οποίο είχε επικρατήσει ήδη το 2004, δηλαδή την καταπολέμηση της διαφθοράς και της λεγόμενης «διαπλοκής». Από την άλλη πλευρά, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφ’ ενός απέτυχε να πείσει ότι ξεπέρασε τα συμπτώματα αλαζονείας και διγλωσσίας που σημάδεψαν την τελευταία περίοδο της κυβερνητικής του θητείας, αφ’ ετέρου δε, και αυτό είναι το κυριότερο, δεν άρθρωσε έναν πραγματικά νέο πολιτικό λόγο, ώστε να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Εξάλλου, η εσωκομματική αντιπαράθεση κατά το δίμηνο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ανέδειξε ακόμη περισσότερο τους λόγους της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει.
Είτε τα προηγούμενα οριοθετηθούν ως κρίση του δικομματισμού, είτε αναχθούν σε μια ευρύτερη κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, σε κάθε περίπτωση υποκρύπτουν την προϊούσα έκλειψη της Πολιτικής. Πολιτική σημαίνει, σε τελική ανάλυση, ανάδειξη ενός οράματος για την πολιτεία, παραγωγή ιδεών και προτάσεων για την εξειδίκευσή του σε επιμέρους τομείς δημόσιας πολιτικής, επίτευξη κοινωνικής αποδοχής επί αυτών και, τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο, ικανότητα υλοποίησης των αντίστοιχων δημόσιων παρεμβάσεων με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια.
Σήμερα φαίνεται ότι τα δύο κόμματα εξουσίας δεν πείθουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν σε τίποτα από τα προηγούμενα. Η Πολιτική, στην ουσία της, είναι απούσα. Βιώνουμε μια έκλειψη της Πολιτικής, που υποκαθίσταται από σπασμωδικές προσπάθειες επικοινωνιακής της διαχείρισης. Στον αντίποδα, τα μικρότερα κόμματα περιορίζονται σε έναν καταγγελτικό λόγο διαμαρτυρίας, χωρίς να φλερτάρουν έστω με την προοπτική συμμετοχής στα βάρη και την ευθύνη της εξουσίας. Ο χρόνος θα δείξει εάν η υποχώρηση του δικομματισμού και η έκλειψη της Πολιτικής θα επιφέρουν ευρύτερες ανατροπές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα.