ΕφΣυν 29.4.2023
Οι «πολύκροτες δίκες» με μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον θέτουν πολλαπλά ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης. Η ελευθεροτυπία και το δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού και η ελευθερία του δικηγορικού λόγου αποτελούν διακριτές αλλά αλληλένδετες και ενίοτε ανταγωνιστικές όψεις του δικαιώματος.
Η δημοσιογραφική κάλυψη μιας δίκης σε υποθέσεις που αφορούν το ευρύ κοινό επιτρέπει την κριτική τόσο των αποφάσεων όσο και των δικηγορικών χειρισμών. Μια ποινική δίκη σε σχέση με μια συνταγματική διαφορά έχει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο προσέγγισης: Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου δεν δεσμεύει τον δημοσιογράφο όπως τις δημόσιες αρχές, όμως θέτει ζητήματα δεοντολογίας.
Αντίστοιχα ο δικηγορικός λόγος που εκφέρεται εκτός της δικαστικής αίθουσας πάνω σε θέματα που απασχόλησαν μια δίκη αποτελεί ιδεατά μέσο υπεράσπισης του κατηγορούμενου. Ακόμα και στις ΗΠΑ όπου η συνταγματική προστασία της ελευθερίας του λόγου είναι ιδιαίτερα αυξημένη, ο δικηγόρος υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου.
Ο δικηγόρος που χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ για να υπερασπιστεί τον πελάτη του θεωρείται δημόσιο πρόσωπο; Η απάντηση είναι θετική. Καθίσταται δημόσιο πρόσωπο όσον αφορά τους χειρισμούς του στη συγκεκριμένη υπόθεση και οφείλει να ανέχεται τις αξιολογικές κρίσεις και την έντονη κριτική. Αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα ένας δικηγόρος να αποτελεί πλήρους εμβέλειας δημόσιο πρόσωπο, ανάλογα με τον τρόπο που χειρίζεται τη δημόσια εικόνα του.
Τι συμβαίνει όμως όταν ένας δικηγόρος στρέφεται με αγωγές δυσφήμησης ενάντια στους δημοσιογράφους που του ασκούν κριτική; Οι αγωγές αυτές είναι SLAPP, καθώς κατατίθενται από ισχυρά πρόσωπα εναντίον δημοσιογράφων σχετικά με ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, αποσκοπώντας στον εκφοβισμό και στη φίμωση μέσω επαπειλούμενων αποζημιώσεων που επιδιώκουν την προληπτική λογοκρισία. Η απειλή είναι μεγαλύτερη όταν οι αγωγές ασκούνται από προβεβλημένους δικηγόρους. Οσο γνωστότερος είναι ο δικηγόρος τόσο μεγαλύτερος είναι ο εκφοβισμός που μπορεί να ασκήσει.
Είναι πια καιρός οι δικαστές, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που απορρέουν από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ για τις αξιολογικές κρίσεις, τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και τα δημόσια πρόσωπα, να διαμορφώσουν μια σταθερή-πάγια νομολογία αναχαίτισης των αγωγών SLAPP.