Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 12/4/2011
Κατά γενική ομολογία, η Αριστερά εμφανίζεται αμήχανη μπροστά στην κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Από τις απώλειες των δύο κομμάτων εξουσίας η Αριστερά εισπράττει μικρό μερίδιο. Η ελεύθερη πτώση του δικομματισμού, ιδίως η γενικευμένη απαξίωση του μοντέλου εξουσίας των τελευταίων 35 χρόνων, θεωρητικά συνιστά ευκαιρία ισχυροποίησης του αριστερού πολιτικού λόγου.
Η συρρίκνωση της κρατικής κυριαρχίας, η ουσιαστική χρεοκοπία του Δημοσίου και η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα αποτελούν προνομιακή συγκυρία ανάδειξης μιας αριστερής πρότασης. Αυτή η πρόταση, ωστόσο, δεν εκφράζεται από την Αριστερά ούτε κατά τρόπο ενιαίο και συγκροτημένο ούτε με πρωτοτυπία και πειστικότητα. Ποτέ μέχρι τώρα η Αριστερά δεν παρουσίαζε τόσες διαφορετικές όψεις, καθεμία με δυναμική κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά χωρίς την ικανότητα να συνεγείρει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη και οι αντιμνημονιακές της θέσεις δεν εκφέρονται πάνω σε έναν κοινό καμβά. Η αταλάντευτη γραμμή του ΚΚΕ θεμελιώνεται σε μια στείρα ιδεολογική περιχαράκωση, προσκολλημένη στις ιστορικές καταβολές της, χωρίς καμία προοπτική είτε συρρίκνωσης των υπόλοιπων αριστερών κομμάτων είτε ενός ευρύτερου ανοίγματος στο εκλογικό σώμα, ώστε να καταστεί εναλλακτικός πόλος εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, ο Συνασπισμός κινείται σε τροχιά αυτοτροφοδοτούμενης εσωστρέφειας, αναζήτησης ταυτότητας και αναπροσδιορισμού της σχέσης του με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, εκπέμποντας μια καταγγελτική ρητορεία που δεν διασφαλίζει εχέγγυα σοβαρότητας. Η νεοσύστατη Δημοκρατική Αριστερά, πάλι, εκφέρει έναν μετριοπαθέστερο και ισορροπημένο λόγο, στα όρια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παραμένει όμως οργανωτικά, επικοινωνιακά και κοινωνικά χωρίς ισχυρά ερείσματα. Τέλος, οι Οικολόγοι δεν έχουν πείσει την ελληνική κοινωνία ότι πέραν της περιβαλλοντικής πολιτικής διαθέτουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα, το οποίο εξυπηρετεί την έξοδο από την κρίση.
Οφείλεται η πολυδιάσπαση της Αριστεράς στην απουσία συγκροτημένου πολιτικού λόγου ή το αντίστροφο; Ίσως τελικά η μία διάσταση να τροφοδοτεί την άλλη. Το σοβαρότερο, πάντως, πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο αριστερός λόγος συνεχίζει να αποπνέει τη χρεοκοπημένη αντίληψη της κρατικοδίαιτης, καταναλωτικής προσοδοθηρίας, που υποθάλπει τη λεηλασία του κατακερματισμένου δημόσιου χώρου από μικροσυμφέροντα. Υπό αυτό το πρίσμα η Αριστερά γίνεται νοητή ως τμήμα τού υπό κατάρρευση συστήματος, που ευθύνεται για τα δεινά της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής αποσάθρωσης.
Το χαρακτηριστικότερο δείγμα αποτυχίας της Αριστεράς αποτελεί, πάντως, η παγίδευσή της σε αδιέξοδες επιλογές τύπου «δεν πληρώνω». Ενόσω στη διεθνή συζήτηση αναδεικνύονται τα αλληλένδετα ζητήματα της οξύτερης καπιταλιστικής κρίσης από το 1929, των οικολογικών ενεργειακών ορίων και της μετωπικής σύγκρουσης Βορρά-Νότου, η ελληνική Αριστερά βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ξεπερασμένες τακτικές και στερεότυπα. Αν επετύγχανε να ενώσει τις δυνάμεις της, θα προσέλκυε αθροιστικά, με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, περίπου το 20% του εκλογικού σώματος, αναπτύσσοντας μια άλλη δυναμική. Αυτό σήμερα μοιάζει ανέφικτο. Έτσι, το κενό του αποδυναμωμένου δικομματισμού πολιορκείται από άλλους μνηστήρες, που ενδεχομένως θα ψαρέψουν στα θολά νερά μιας επικίνδυνης πολυσυλλεκτικής και «εθνοσωτηριολογικής» δημαγωγίας.
Η συρρίκνωση της κρατικής κυριαρχίας, η ουσιαστική χρεοκοπία του Δημοσίου και η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα αποτελούν προνομιακή συγκυρία ανάδειξης μιας αριστερής πρότασης. Αυτή η πρόταση, ωστόσο, δεν εκφράζεται από την Αριστερά ούτε κατά τρόπο ενιαίο και συγκροτημένο ούτε με πρωτοτυπία και πειστικότητα. Ποτέ μέχρι τώρα η Αριστερά δεν παρουσίαζε τόσες διαφορετικές όψεις, καθεμία με δυναμική κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά χωρίς την ικανότητα να συνεγείρει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη και οι αντιμνημονιακές της θέσεις δεν εκφέρονται πάνω σε έναν κοινό καμβά. Η αταλάντευτη γραμμή του ΚΚΕ θεμελιώνεται σε μια στείρα ιδεολογική περιχαράκωση, προσκολλημένη στις ιστορικές καταβολές της, χωρίς καμία προοπτική είτε συρρίκνωσης των υπόλοιπων αριστερών κομμάτων είτε ενός ευρύτερου ανοίγματος στο εκλογικό σώμα, ώστε να καταστεί εναλλακτικός πόλος εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, ο Συνασπισμός κινείται σε τροχιά αυτοτροφοδοτούμενης εσωστρέφειας, αναζήτησης ταυτότητας και αναπροσδιορισμού της σχέσης του με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, εκπέμποντας μια καταγγελτική ρητορεία που δεν διασφαλίζει εχέγγυα σοβαρότητας. Η νεοσύστατη Δημοκρατική Αριστερά, πάλι, εκφέρει έναν μετριοπαθέστερο και ισορροπημένο λόγο, στα όρια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παραμένει όμως οργανωτικά, επικοινωνιακά και κοινωνικά χωρίς ισχυρά ερείσματα. Τέλος, οι Οικολόγοι δεν έχουν πείσει την ελληνική κοινωνία ότι πέραν της περιβαλλοντικής πολιτικής διαθέτουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα, το οποίο εξυπηρετεί την έξοδο από την κρίση.
Οφείλεται η πολυδιάσπαση της Αριστεράς στην απουσία συγκροτημένου πολιτικού λόγου ή το αντίστροφο; Ίσως τελικά η μία διάσταση να τροφοδοτεί την άλλη. Το σοβαρότερο, πάντως, πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο αριστερός λόγος συνεχίζει να αποπνέει τη χρεοκοπημένη αντίληψη της κρατικοδίαιτης, καταναλωτικής προσοδοθηρίας, που υποθάλπει τη λεηλασία του κατακερματισμένου δημόσιου χώρου από μικροσυμφέροντα. Υπό αυτό το πρίσμα η Αριστερά γίνεται νοητή ως τμήμα τού υπό κατάρρευση συστήματος, που ευθύνεται για τα δεινά της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής αποσάθρωσης.
Το χαρακτηριστικότερο δείγμα αποτυχίας της Αριστεράς αποτελεί, πάντως, η παγίδευσή της σε αδιέξοδες επιλογές τύπου «δεν πληρώνω». Ενόσω στη διεθνή συζήτηση αναδεικνύονται τα αλληλένδετα ζητήματα της οξύτερης καπιταλιστικής κρίσης από το 1929, των οικολογικών ενεργειακών ορίων και της μετωπικής σύγκρουσης Βορρά-Νότου, η ελληνική Αριστερά βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ξεπερασμένες τακτικές και στερεότυπα. Αν επετύγχανε να ενώσει τις δυνάμεις της, θα προσέλκυε αθροιστικά, με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, περίπου το 20% του εκλογικού σώματος, αναπτύσσοντας μια άλλη δυναμική. Αυτό σήμερα μοιάζει ανέφικτο. Έτσι, το κενό του αποδυναμωμένου δικομματισμού πολιορκείται από άλλους μνηστήρες, που ενδεχομένως θα ψαρέψουν στα θολά νερά μιας επικίνδυνης πολυσυλλεκτικής και «εθνοσωτηριολογικής» δημαγωγίας.